Εισήγηση της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Συνέλευσης (ΥΦΑΝΕΤ 26/10/2025)

Εισήγηση της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Συνέλευσης

ΥΦΑΝΕΤ 26/10/2025

Εισαγωγή

Καταρχάς, ευχαριστούμε πολύ τις συντρόφισσες και τους συντρόφους από την πρωτοβουλία revdef για την πρόσκληση και την κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ για τη φιλοξενία. Θεωρούμε ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία μεγάλης σημασίας για την ενίσχυση των αντικρατικών, προλεταριακών διεθνιστικών θέσεων.

Εδώ και τέσσερις μήνες έχουμε συγκροτήσει την Αντιπολεμική Διεθνιστική Συνέλευση στην Αθήνα, με σκοπό την ανάδειξη της ταξικής, προλεταριακής σκοπιάς σε σχέση με την τρέχουσα παγκόσμια καπιταλιστική πολεμική πραγματικότητα, δίνοντας έμφαση στα όσα διαδραματίζονται στη Μέση Ανατολή. Είμαστε ένας ετερόκλητος πολιτικός σχηματισμός, το συνεκτικό στοιχείο του οποίου βρίσκεται στην εναντίωση σε κάθε εθνική και κρατική ιδεολογία, καθώς και στην προώθηση του ταξικού διεθνιστικού αντιπολεμικού κινήματος. Μέχρι αυτή τη στιγμή η διαδικασία μας έχει δημοσιεύσει μία αφίσα που εναντιώνεται στο συντελούμενο εθνικιστικό στρατοπεδισμό, στη γενοκτονία των Παλαιστινίων και στην προετοιμασία ολόκληρης της κοινωνίας για την ένταξή της στους διακρατικούς πολεμικούς σχεδιασμούς. Έχουμε παράξει και εκτενή λόγο για τα γεγονότα στη Δυτική Ασία, ο οποίος έχει διακινηθεί είτε διαδικτυακά, είτε σε μορφή μοιράσματος, αλλά και μέσω μικροφωνικής παρέμβασης. Τέλος, συμμετείχαμε στην γενική απεργία της 1ης του Οκτωβρίου, δημοσιεύοντας και μοιράζοντας προκήρυξη που συνέδεε το νομοσχέδιο για τη 13ωρη εργασία με την ανάδυση της πολεμικής οικονομίας, ως μορφή εμφάνισης της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να απομυστικοποιήσουμε τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, χωρίζοντας την ανάλυσή μας σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος θα ασχοληθούμε με τη διαδικασία ενσωμάτωσης και ομογενοποίησης του εθνικού υποκειμένου μέσα στα έθνη-κράτη, τόσο γενικά όσο και πιο ειδικά. Θα χρησιμοποιήσουμε ποικίλα ιστορικά παραδείγματα μαζικών δολοφονικών εκκαθαρίσεων στο όνομα του «έθνους», με στόχο να απομυθοποιήσουμε τις «ιδιαιτερότητες» του κράτους του Ισραήλ και της γενοκτονίας των Παλαιστινίων που συντελείται από αυτό, αντιμετωπίζοντάς τη ως εγγενές δολοφονικό χαρακτηριστικό των εθνικών κρατών πιο γενικά. Έπειτα θα εμβαθύνουμε στη διαχρονική σχέση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, εστιάζοντας στην εξέλιξη της εκμετάλλευσης του παλαιστινιακού πληθυσμού από υποτιμημένο εργατικό δυναμικό έως πλεονάζον προλεταριάτο, μέχρι το σημείο της μαζικής του εξόντωσης. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο ρόλο της Χαμάς και την παγίδα του «αντι-ιμπεριαλιστικού» στρατοπεδισμού που ενισχύει τις πατριωτικές, εθνικιστικές ψευδαισθήσεις σε βάρος της κριτικής της καπιταλιστικής ολότητας και της ταξικής συνείδησης. Τέλος, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις δικές μας αντιστάσεις, αναδεικνύοντας και συγκεκριμενοποιώντας τη λογική του προλεταριακού διεθνισμού, οριοθετώντας τις δράσεις μας βάσει της πάλης των τάξεων.

Η εθνοκάθαρση ως αναγκαίος όρος ανάδυσης και συντήρησης του έθνους-κράτους

Η ανάδυση του έθνους-κράτους είναι αλληλένδετη με τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Προϋποθέτει την ενοποίηση των πληβειακών στρωμάτων για την οργάνωση της εκμετάλλευσής τους από τα επί μέρους εθνικά κεφάλαια, με όρους τόσο ενσωμάτωσης και αντιπροσώπευσης όσο και ιεραρχίας, αποκλεισμού και εκτοπισμού, στη βάση της εθνικής ψευδοκοινότητας, είτε αυτή ορίζεται με το δίκαιο του εδάφους ως σώμα πολιτών που γεννήθηκαν σε έναν τόπο, είτε φυλετικά, με το δίκαιο του αίματος, στις πιο αντιδραστικές εκδοχές εθνοτικού εθνικισμού. Αυτό, φυσικά, δεν είναι μια διαδικασία που σταματά στη γέννηση του έθνους-κράτους, αλλά αφορά και τη διατήρησή του όσο και την επέκτασή του, μέσα από τον τρόπο που ιεραρχεί την εκμεταλλευόμενη εργατική δύναμη και αποκλείει τους υπεράριθμους πληθυσμούς μέσα από τις εθνικές πολιτικές.

Το γνωρίζουμε αυτό πολύ καλά από την ιστορία του κράτους στο οποίο ζούμε, που ήταν και αυτό που εισήγαγε το καπιταλιστικό έθνος-κράτος στα Βαλκάνια, με τον εξαιρετικά βίαιο τρόπο της καθολικής εθνοθρησκευτικής γενοκτονίας και εκτοπισμού των μουσουλμανικών και των εβραϊκών πληθυσμών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, ώστε να φτιαχτεί ένα κράτος με καθαρά ελληνορθόδοξο πληθυσμό. Δεν σταμάτησε όμως εκεί, καθώς κάθε επέκταση του ελληνικού κράτους σήμαινε, με «μαλακή» ή «σκληρή» ισχύ, έναν νέο γύρο εθνοκάθαρσης· για παράδειγμα, τον δέκατο ένατο αιώνα συνεχίστηκε με την έξοδο των Τουρκοκρητικών και την ελληνοποίηση της Κρήτης. Η κατάκτηση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου στους Βαλκανικούς πολέμους, και μετέπειτα η Μικρασιατική Εκστρατεία, σήμαναν έναν νέο γύρο εκκαθαριστικών σφαγών εναντίον αλλοεθνών, που στη μεγάλη τους κλίμακα ολοκληρώθηκαν το 1949. Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν η διπλή εθνοκάθαρση που συμφωνήθηκε με την Τουρκία, με το ωραιοποιημένο όνομα «ανταλλαγή πληθυσμών», τα αντισημιτικά πογκρόμ εναντίον ιδίως των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στον Μεσοπόλεμο, και η σιωπηλή και ηχηρή συναίνεση της τοπικής αστικής κοινωνίας στην εξόντωσή τους στη Shoah από τους Ναζί. Επίσης ο μαζικός εκτοπισμός των Τσάμηδων το 1944 και η μακροχρόνια πολιτική καταναγκαστικού εξελληνισμού των ντόπιων Σλαβομακεδόνων, με απαγόρευση της γλώσσας και του πολιτισμού τους από τον Μεσοπόλεμο, τον υποχρεωτικό εξελληνισμό τους και την εξορία όσων ανέπτυξαν το δικό τους εθνικό κίνημα του ΝΟΦ1 στο πλαίσιο του ΔΣΕ στη Γιουγκοσλαβία, με αφαίρεση ιθαγένειας και μη επαναπατρισμό τους όταν, στα πλαίσια της «εθνικής συμφιλίωσης», επέστρεψαν και ξαναπέκτησαν ιθαγένεια οι Έλληνες κομμουνιστές. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σημαντική θέση είχε η απόπειρα εθνοκάθαρσης των Τουρκοκύπριων, στα πλαίσια των σχεδίων προσάρτησης της Κύπρου στο ελληνικό κράτος, σε συνεργασία με το ελληνοκυπριακό κράτος-κεφάλαιο, που τελικά είχε και έχει τους δικούς του αυτοτελείς στόχους. Και βέβαια, η εθνική εκκαθάριση εναντίον των πλεοναζόντων πληθυσμών για το κεφάλαιο συνεχίζεται και σήμερα, με τον πόλεμο εναντίον των μεταναστ(ρι)ών και των προσφύγων στα σύνορα, τις δολοφονίες τους και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα με ολοένα και πιο στρατιωτικοποιημένους όρους.

Φυσικά, αυτή η διαδικασία αφορά κάθε καπιταλιστικό κράτος ως μία τάση, με ποικιλία μορφών σκληρής και μαλακής ισχύος. Η Τουρκία χτίστηκε στο έδαφος των γενοκτονιών και της εθνοκάθαρσης της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον Αρμενίων, Ασσυρίων και Ρωμιών, οι οποίες συνεχίστηκαν και από το κεμαλικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, με σημαντική κορύφωση τη διπλή εθνοκάθαρση/ανταλλαγή πληθυσμών. Αυτή η πολιτική συνεχίστηκε να εκδηλώνεται σε όλη την ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, με τον αιματοβαμμένο πόλεμο εναντίον του κουρδικού πληθυσμού, τα καψίματα χωριών και τη μετεγκατάσταση πληθυσμών. Ο πόλεμος αυτός, τα τελευταία χρόνια, έχει επεκταθεί και στη Συρία, ενάντια στην «Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας» (ΑΔΒΑΣ) στο πλαίσιο δημιουργίας μιας ευρύτερης ζώνης επιρροής από την Τουρκία στο όνομα της προστασίας των Σουνιτών Αράβων, οι οποίοι, ταυτόχρονα, σε μεγάλο τους μέρος, συγκεντρώνονται στην Τουρκία ως προσφυγικός πληθυσμός υπεράριθμων προλετάριων που υφίστανται πογκρόμ και κάθε είδους διώξεις. Όπως επίσης, διωγμούς, εκτοπισμούς και βίαιες επιθέσεις έχουν δεχτεί Άραβες, Γιεζίντι και Ασσύριοι και από κουρδικές εθνικιστικές δυνάμεις εντός του ημικρατικού μορφώματος της ΑΔΒΑΣ.

Ένα ακόμη οικείο παράδειγμα είναι η Σερβία, λόγω και της ελληνικής συμμετοχής στη γενοκτονία των Βόσνιων Μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα και της στενής συνεργασίας του ελληνικού κεφαλαίου με το σερβικό του Μιλόσεβιτς, με τρόπο βέβαια που δεν διατάρασσε την παράλληλη συμμαχία της Ελλάδας με τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και τις ΗΠΑ, οι οποίες έκαναν για τους δικούς τους ιμπεριαλιστικούς λόγους πόλεμο απέναντι στη Σερβία. Εδώ βλέπουμε και την πρώτη, στην ουσία, επαναφορά του γενοκτονικού πολέμου μεγάλης κλίμακας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εντός της Ευρώπης. Η αιτία ήταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, λόγω κατ’ αρχάς του μεγαλοσερβισμού αλλά και των άλλων εθνικισμών — ιδίως του κροατικού — με την υποδαύλιση, φυσικά, του αμερικανικού και του ρωσικού ιμπεριαλισμού.

Αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, η εθνοκάθαρση είναι μια συνεχής διαδικασία για την εθνική αναπαραγωγή του κεφαλαίου και, σε κάθε στιγμή, σε περιόδους κρίσης μπορεί να επανέλθει σε νέα, οξυμένη μορφή, επαναφέροντας παλιές αντιθέσεις, αναχαράσσοντας τα σύνορα ή κλιμακώνοντας έναν ήδη υφιστάμενο και συνεχιζόμενο πόλεμο μαζικών σφαγών και εκτοπισμού εδώ και δεκαετίες, όπως στο παράδειγμα του ισραηλινού κράτους απέναντι στον παλαιστινιακό πληθυσμό, που το τελευταίο διάστημα έχει λάβει διαστάσεις γενοκτονίας. Ο μιλιταρισμός και ο πόλεμος είναι τρόποι συσσώρευσης και επιβολής της εξουσίας του κεφαλαίου επί της εργασίας, μέσω της απαξίωσης και της καταστροφής σταθερού αλλά και μεταβλητού κεφαλαίου: των πλεοναζόντων προλετάριων που γίνονται κρέας για κανόνια.

Σήμερα, που το κεφάλαιο βρίσκεται σε περίοδο αναδιάρθρωσης και μεταβαίνει διαρκώς από τη μία κρίση στην άλλη, βλέπουμε τα κράτη να στρατιωτικοποιούν τις οικονομίες τους. Οι πολεμικές βιομηχανίες επιδιώκουν να καλύψουν τα χαμένα κέρδη άλλων βιομηχανικών κλάδων με αύξηση του εμπορίου όπλων, ενώ η επίκληση της εθνικής ασφάλειας και του «εξωτερικού εχθρού» γίνονται το ιδανικό πρόσχημα για τη μείωση του άμεσου και του έμμεσου μισθού με πολλαπλούς τρόπους: από τη σταθερή μείωση των δαπανών για επιδόματα, υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μέχρι τις αυξήσεις μισθών που υπολείπονται του πληθωρισμού. Η άνοδος του πληθωρισμού είναι μια από τις βασικές μορφές με τις οποίες εκφράστηκε τα προηγούμενα χρόνια η κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου, όπως άλλωστε και η ανάδυση της πολεμικής οικονομίας, η οποία τον επέτεινε ακόμα περισσότερο. Αφενός, λειτουργεί προς την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, και αφετέρου αποτελεί πεδίο υψηλής κερδοφορίας για τμήματα του κεφαλαίου αλλά και αυξημένων εσόδων για το ίδιο το κράτος μέσω του φορολογικού και προσοδικού μηχανισμού του.

Στην Ελλάδα, το 13ωρο, τα pushbacks και η ποινικοποίηση των μεταναστ(ρι)ών, παράλληλα με την όξυνση του διοικητικού εγκλεισμού τους σε στρατόπεδα, την αυστηροποίηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και την όξυνση της καταστολής των αρνήσεών της, όπως εκφράζεται μέσα από τις μαζικές αιτήσεις για απαλλαγή Ι5 — τα λεγόμενα «τρελόχαρτα» — αποτελούν ήδη μια συνεχή διαδικασία πολεμικής προετοιμασίας, είτε αφορά τη διαμάχη με την Τουρκία για τα θαλάσσια σύνορα είτε πιο μακρινά πολεμικά πεδία για τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου.

Η παγκόσμια κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων, στο έδαφος της κρίσης, της στρατιωτικοποίησης των οικονομιών και της ανόδου μορφών προστατευτισμού, καθώς και μιας νέας «ιμπεριαλιστικής» περιόδου, ξεγυμνώνει σε όλο τον πλανήτη το γενοκτονικό πρόσωπο του κεφαλαίου, με αιχμή τη Γάζα, το Σουδάν, το Κονγκό αλλά και τις εκατόμβες στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Η διάκριση ανάμεσα σε αμάχους και στρατευμένους χρησιμοποιείται από τον κρατικό λόγο για την απαξίωση της ζωής των εκατοντάδων χιλιάδων φαντάρων που πεθαίνουν, λες και έχουν επιλογή.

Η γενοκτονία, λοιπόν, των Παλαιστινίων από το Ισραήλ δεν κλιμακώνεται τώρα λόγω κάποιας μυθικής ιδιαιτερότητας και εξαιρετικότητας του σιωνισμού, όπως ισχυρίζονται οι εθνικιστές που υποστηρίζουν ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, αλλά ως μέρος της κλιμάκωσης των στρατιωτικών αντιπαραθέσεων παγκόσμια και της εντατικοποίησης της εκκαθάρισης πλεοναζόντων πληθυσμών από τα κράτη. Ειδικότερα στο Ισραήλ, εκδηλώνεται αυτό το φαινόμενο ως μόνιμη οικονομική κρίση και φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του ισραηλινού προλεταριάτου, σε μια οικονομία που είναι ήδη στρατιωτικοποιημένη, οπότε το γρήγορο πέρασμα σε μια συνθήκη διαρκούς πολέμου μεγάλης κλίμακας για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι το προσφορότερο μέσο για να αποκατασταθεί το κύκλωμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου και να διασφαλιστεί η πολιτική πειθαρχία, αλλά και η κυβερνητική σταθερότητα του ακροδεξιού πολιτικού προσωπικού, που πριν τον γενοκτονικό πόλεμο απειλούνταν από μια πολιτική κρίση, μέσα στην οποία με στρεβλό τρόπο εκδηλωνόταν και μεγάλο μέρος της ταξικής δυσαρέσκειας του πολυεθνικού προλεταριάτου της ισραηλινής κοινωνίας.

Πέρα από τα ειδικά συμφέροντα του ισραηλινού κεφαλαίου, η γενοκτονία των Παλαιστινίων και η απόπειρα εξάλειψης της Χαμάς και των συμμάχων της εντάσσονται στην ευρύτερη στρατηγική του «δυτικού» ιμπεριαλιστικού μπλοκ στη Μέση Ανατολή. Δεν πρόκειται για την εφαρμογή ενός προκαθορισμένου και αμετάβλητου «σχεδίου», αλλά για μια στρατηγική που διαρκώς αναπροσαρμόζεται μέσα στις αντιφάσεις της συγκυρίας, καθώς αναζητείται τρόπος διαχείρισης για την κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του οξυμένου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού που αυτή συνεπάγεται σε έναν πολυπολικό κόσμο. Στην παρούσα συγκυρία, η αποδυνάμωση και ελαχιστοποίηση της επιχειρησιακής δυνατότητας της Χεζμπολάχ, ο εξοβελισμός των ιρανικών πολιτοφυλακών από τη Συρία και η απομάκρυνση ενός βασικού εχθρού τους, του Άσαντ και του καθεστώτος του αποτελούν πλευρές της απόπειρας εξάλειψης του περιφερειακού ιμπεριαλιστικού μπλοκ που αποκαλείται «Άξονας της Αντίστασης», η οποία ωστόσο απαιτεί την ανατροπή του καθεστώτος των Ανσάρ Αλλάχ, γνωστών ως Χούθι, στην Υεμένη και την αποσταθεροποίηση του Ιράν. Στόχος δεν είναι μόνο η αποκατάσταση της ασφάλειας των εμπορικών δρόμων και της απρόσκοπτης κυκλοφορίας του κεφαλαίου που έχει διαταραχτεί σοβαρά από τις επιθέσεις των Χούθι στα εμπορικά πλοία που διέρχονται από το εξαιρετικά στρατηγικής σημασίας Στενό του Μπαμπ Αλ-Μαντέμπ, πέρασμα από το οποίο διέρχεται περίπου το 12% του παγκόσμιου εμπορίου. Βασικό επίδικο είναι η εγκαθίδρυση μιας περιφερειακής τάξης πραγμάτων που θα εξασφαλίζει την πρωτοκαθεδρία του «δυτικού» ιμπεριαλιστικού μπλοκ σε έναν κατακερματισμένο και ολοένα πιο ανταγωνιστικό καπιταλιστικό κόσμο, έναντι της απειλής από την πλευρά του «ευρασιατικού» μπλοκ.

Σαφώς, βέβαια, το Ισραήλ ως περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη δεν δουλεύει μόνο με τις ΗΠΑ. Διατηρεί προνομιακές σχέσεις και με τη Ρωσία, η οποία θέλει κι αυτή την αποδυνάμωση του Ιράν, ώστε αυτό να καταστεί πιο εξαρτημένο από αυτήν, αλλά και να ενισχύσει συνολικά την επιρροή της ως διαμεσολαβητής και δύναμη εμπιστοσύνης μεταξύ των δυσαρεστημένων από το «δυτικό μπλοκ», όπως κάνει και στη Βόρεια Αφρική. Δηλαδή φιλοδοξεί να πάρει μερίδιο από τη νέα πίτα που θα διαμορφωθεί στο πλαίσιο ενός πολυπολικού ιμπεριαλισμού και, βέβαια, ανταγωνιστικά με τις ΗΠΑ. Το Ισραήλ επίσης διατηρεί προνομιακή συνεργασία με την Κίνα, με ανταλλαγές στρατιωτικής τεχνολογίας αλλά και εξασφαλίζοντάς της πρόσβαση σε λιμάνια που ελέγχει. Με την Κίνα το δένει το κοινό συμφέρον της αποδυνάμωσης των αναθεωρητικών σουνιτικών πολιτικών δυνάμεων, όπως είναι και η Χαμάς και ο παντουρκισμός, καθώς και η ίδια αντιμετωπίζει τον Ουιγουρικό ισλαμικό εθνικισμό στην επαρχία Σινγιάνγκ και απαντά με μια επίσης γενοκτονική πολιτική που αντλεί «μαθήματα» από τη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Άλλωστε, ο ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλιστικών κρατών και ιμπεριαλιστικών μπλοκ δεν αναιρεί την οικονομική, πολιτική ή ακόμα και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ ενίσχυαν στρατιωτικά τόσο το Ιράν όσο και το Ιράκ τη δεκαετία του 1980, ενώ το Ισραήλ συνέχιζε να πουλά όπλα στο Ιράν ακόμα και μετά την άνοδο του Χομεϊνί στην εξουσία, μέχρι και το 1987.

Επίσης, για να πάμε και στα καθ’ ημάς, σημαντική είναι και η «λυκοσυμμαχία» με την Ελλάδα, που επιδιώκει, μέσα από τη στρατηγική σύμπλευση με το Ισραήλ, τον υποσκελισμό της Τουρκίας, την ικανοποίηση των ιμπεριαλιστικών της σχεδίων για τη μεγάλη ΑΟΖ που ελέγχει την Ανατολική Μεσόγειο και την απόκτηση ισχυρότερης θέσης στους παγκόσμιους εμπορικούς δρόμους.

 

Οι Παλαιστίνιοι της Γάζας ως πλεονάζον προλεταριάτο, οι εποικισμοί και οι πολλαπλές όψεις του αντιπαλαιστινιακού ρατσισμού

Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, το κράτος του Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα αποκτώντας πρόσβαση στην εκμετάλλευση του παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού, με όρους ιεραρχίας, αποκλεισμού και εκτοπισμού αλλά και μερικής ενσωμάτωσης και αντιπροσώπευσης. Οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίστηκαν ως εργάτες με περιορισμένα έως και καθόλου δικαιώματα, η εκμετάλλευση των οποίων χτίστηκε πάνω στην εργασιακή τους επισφάλεια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να διατηρηθεί η κερδοφορία του ισραηλινού κεφαλαίου παρακάμπτοντας προσωρινά την πίεση που δέχονταν από το ισχυρό οργανωμένο εβραϊκό εργατικό κίνημα. Η κατοχή λοιπόν δεν ήταν αμιγώς στρατιωτική, αλλά αποτέλεσε εργαλείο αναδιάρθρωσης της ισραηλινής καπιταλιστικής παραγωγής. Πάνω σε αυτή τη λογική, η εποικιστική πολιτική απέκτησε τη δική της δυναμική από το ισραηλινό κράτος και κεφάλαιο, επεκτείνοντας τους εποικισμούς ως «δημόσια έργα» και επενδύοντας σε στρατιωτικές και οικιστικές υποδομές. Η παραπάνω διαδικασία ανανέωσε την καπιταλιστική συσσώρευση, καθώς τόσο ο στρατός όσο και οι έποικοι αύξησαν τη ζήτηση για εργασία, κατασκευές και παροχή υπηρεσιών. Ωφελημένοι βγήκαν και οι μεγαλοεργολάβοι, καθώς ήταν αυτοί που ανέλαβαν την πραγματοποίηση των παραπάνω.

Οι εποικισμοί στη Δυτική Όχθη αποτέλεσαν επίσης ένα μέσο άμβλυνσης του ταξικού ανταγωνισμού εντός του Ισραήλ, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι των εποίκων δεν ήταν φανατικοί θρησκευόμενοι, αλλά φτωχοί και περιθωριοποιημένοι Ισραηλινοί που δυσκολεύονταν να επιβιώσουν στα αστικά κέντρα. Τα κίνητρα ήταν τόσο οικονομικά όσο και ιδεολογικά. Από τη μία, οι φτηνές στέγες στις εποικισμένες περιοχές, οι επιδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές καθώς και η εύρεση εργασίας μέσω των κρατικών έργων στις περιοχές αυτές αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο για μετακίνηση. Από την άλλη, η υπόσχεση της «κοινωνικής ανόδου» και της απόκτησης κάποιας «ιδιοκτησίας» συμπλήρωνε με ιδεολογικό τρόπο το οικονομικό σκέλος. Με αυτόν τον τρόπο αποσπάστηκε σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική συναίνεση των εποίκων στα όσα διαδραματίζονταν, μετατρέποντάς τους σε ζωντανές ασπίδες του ισραηλινού κράτους απέναντι στους εκμεταλλευόμενους Παλαιστινίους.

Τη δεκαετία του 1980 σχεδόν 45% του πληθυσμού της Γάζας εργαζόταν στο Ισραήλ σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Στερείτο πλήρως της προστασίας που είχε παραχωρηθεί στην ισραηλινή εργατική τάξη και είχε το καθεστώς του εφεδρικού στρατού φτηνής εργασιακής δύναμης. Μέσα στη δεκαετία του 1990 οι Παλαιστίνιοι εργάτες άρχισαν όλο και περισσότερο να αντικαθίστανται από μετανάστες από την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και τη Ρουμανία, που αποτελούν το πιο υποτιμημένο σήμερα κομμάτι της εργασιακής δύναμης στο Ισραήλ καθώς συχνά  αμείβονται χαμηλότερα και από τους Παλαιστίνιους. Από το 2007 με τον πλήρη αποκλεισμό της Γάζας από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, και την εφαρμογή ενός καθεστώτος πολιορκίας, και μέχρι την 7η Οκτωβρίου του 2023 ο αριθμός των κατοίκων της Γάζας που εργάζονταν στο Ισραήλ περιορίστηκε σε μόλις 3,5% του εργαζόμενου πληθυσμού. Η ίδια η οικονομία της Γάζας υπέστη τεράστιο πλήγμα, εφόσον εισαγωγές και εξαγωγές μπορούσαν να γίνονται μόνο παράνομα μέσω των τούνελ στα σύνορα με την Αίγυπτο με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να ανέρχεται σε περίπου 50% και σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Γάζας να εξαρτάται αποκλειστικά για την επιβίωσή του από τα προγράμματα «ανθρωπιστικής» βοήθειας. Είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα απολύτως αναλώσιμο, πλεονάζον προλεταριάτο τόσο ως προς την ισραηλινή οικονομία όσο και από τη σκοπιά της επιβολής της «εθνικής καθαρότητας» στην περιοχή. Σε αυτή τη βάση έχει αναπτυχθεί ένας ακραίος ρατσισμός εναντίον του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας εντός της ισραηλινής κοινωνίας που φτάνει στην απανθρωποποίηση. Οι Παλαιστίνιοι χαρακτηρίζονται «ανθρώπινα κτήνη» ενώ ακόμα και ο πρόεδρος του Ισραήλ που προέρχεται από το Εργατικό Κόμμα είπε ότι στη Γάζα «δεν υπάρχουν αθώοι». Αυτή η εθνικιστική κρατική ιδεολογία εξυπηρετεί επιπλέον τη νομιμοποίηση της σφαγής και του πολέμου στην ισραηλινή κοινωνία, χτίζει το αμυντικό αφήγημα που χρειάζεται το κράτος του Ισραήλ για να δικαιολογήσει μια πολεμική επίθεση στην Γάζα και εκφράζει τις εδαφικές βλέψεις του ισραηλινού επεκτατισμού.

Ωστόσο, αντιπαλαιστινιακός ρατσισμός υπάρχει και σε πολλές αραβικές χώρες. Δεδομένου ότι οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στη μεγάλη τους πλειοψηφία έμειναν χωρίς χαρτιά και παρέμειναν απάτριδες στα γειτονικά αραβικά κράτη, όντας συχνά αποκλεισμένοι εντός των προσφυγικών καταυλισμών και χωρίς να διαθέτουν καμία ελευθερία μετακίνησης, αντιμετωπίζονται εκεί ως παρείσακτοι, ως βάρος για την τοπική οικονομία και ως «ξένο σώμα» απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, όπως άλλωστε συμβαίνει σήμερα στους πρόσφυγες σε ολόκληρο τον κόσμο, λειτουργώντας ως αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα κοινωνικά δεινά. Επιπλέον, θεωρούνται δύναμη αποσταθεροποίησης, καθώς η μερίδα του παλαιστινιακού προσφυγικού πληθυσμού που οργανώθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά ενεπλάκη σε ένοπλες συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης (κατά τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» στην Ιορδανία), συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου και στήριξε το Ιράκ κατά την εισβολή στο Κουβέιτ (με αποτέλεσμα τον καθολικό εκτοπισμό 300 έως 400 χιλιάδων Παλαιστινίων από το Κουβέιτ μετά το 1991 και την επιβολή αυστηρών περιορισμών στη μετανάστευση στα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου). Οι Παλαιστίνιοι προλετάριοι αντιμετωπίστηκαν εξαρχής και εν συνόλω ως πιόνια και όχι ως άνθρωποι στη διπλωματική και στρατιωτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής από τη μεριά των αραβικών κρατών.

Στην Ευρώπη και, ευρύτερα, στον «δυτικό» κόσμο έχει τα τελευταία χρόνια ενισχυθεί ο αντιπαλαιστινιακός ρατσισμός, ως εκδοχή του ευρύτερου ρατσισμού εναντίον των μουσουλμάνων, που τα τελευταία χρόνια προωθούν συστηματικά τόσο οι ακροδεξιές θεωρίες περί «μεγάλης αντικατάστασης» όσο και ο ηθικός πανικός που καλλιεργείται συνολικά από τις κυβερνήσεις –σοσιαλδημοκρατικές και δεξιές– απέναντι στην είσοδο μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων. Έτσι, η δυσαρέσκεια για το επιδεινούμενο βιοτικό επίπεδο καναλιζάρεται προς τα πιο αδύναμα και περιθωριοποιημένα κομμάτια της τάξης μας προκειμένου η οργή να στραφεί μακριά από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Το Ισραήλ προβάλλεται σε αυτές τις άθλιες ρατσιστικές αφηγήσεις ως προμαχώνας του «δυτικού πολιτισμού» έναντι της «ισλαμικής βαρβαρότητας». Φαίνεται παράδοξο διότι η ακροδεξιά ρητορική που αποδίδει στην «ελίτ της παγκοσμιοποίησης» τα σχέδια περί της «αντικατάστασης του πληθυσμού» είναι ταυτοχρόνως δομικά αντισημιτική. Από την άλλη μεριά, η αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους που έχει επίσης ενισχυθεί εντός των πιο προοδευτικών κοινωνικών κομματιών, συχνά δεν έχει ένα ταξικό περιεχόμενο αλλά αρθρώνεται στη βάση μιας αντιδραστικής εν τέλει μυθολογίας περί του επαναστατικού χαρακτήρα της δράσης της Χαμάς και των συνεργαζόμενων με αυτήν οργανώσεων, που στην πραγματικότητα εκφράζουν εθνικιστικές και καπιταλιστικές πολιτικές καταπίεσης συχνά σε στενή σύνδεση με μια κρατική θρησκευτική ιδεολογία. Είδαμε ότι αυτή η θέση εξελίχθηκε ακόμα παραπέρα με την ανοιχτή στήριξη κρατών όπως το Ιράν και η Ρωσία, δηλαδή τη στήριξη ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Όσον αφορά τη Χαμάς δεν τίθεται αμφιβολία ότι αποτελεί το πολιτικό προσωπικό μιας μερίδας της άρχουσας τάξης των Παλαιστινίων που ασκούσε εξουσία στη Γάζα. Ως τέτοια, συμμετείχε στην εκμετάλλευση των Παλαιστίνιων προλετάριων τόσο ως εργασιακής δύναμης –μέσω της επιβολής φόρων και δασμών στο εμπόριο που πραγματοποιείτο μέσω των τούνελ– όσο και μέσω της άντλησης προσόδων από τη διαχείριση της «ανθρωπιστικής βοήθειας» για τη σίτιση του πληθυσμού και της οικονομικής ενίσχυσης από το Ιράν και το Κατάρ. Η Χαμάς και οι συνεργαζόμενες οργανώσεις έχουν το μονοπώλιο της βίας και των όπλων σε αντίθεση με οποιοδήποτε είδος ταξικής επαναστατικής βίας. Αντιθέτως, ο πληθυσμός της Γάζας είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία στην κατάσταση του απολύτως αναλώσιμου πλεονάζοντος προλεταριάτου, δηλαδή κρέας για τα κανονιά.

 

Η Χαμάς και η παγίδα του «αντι-ιμπεριαλιστικού» στρατοπεδισμού

Σε αυτή τη βάση, η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς και τις συνεργαζόμενες με αυτήν οργανώσεις στο Ισραήλ ήταν μια πολεμική ενέργεια της μέχρι πρότινος ντε φάκτο κρατικής εξουσίας στη Γάζα. Δεν ήταν αντιστασιακή ενέργεια κάποιου κινήματος, ούτε είχε προλεταριακό ή επαναστατικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο και πυξίδα των προλεταριακών αγώνων. Στόχος της ήταν πρωτίστως να ανατρέψει το σκηνικό που διαμορφωνόταν από τις Συμφωνίες του Αβραάμ και να μεταβάλει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στη Μέση Ανατολή. Δευτερευόντως, εξυπηρέτησε προσωρινά την επίλυση εσωτερικών ζητημάτων νομιμοποίησης της εξουσίας της Χαμάς στη Γάζα – όπως έδειξαν οι πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της. Εκ του αποτελέσματος, δηλαδή της συντριπτικά απάνθρωπης απάντησης του κράτους του Ισραήλ, η επίθεση δεν υπηρέτησε –ούτε και θα μπορούσε άλλωστε– τα συμφέροντα και τις ανάγκες του παλαιστινιακού πληθυσμού, που ήδη ζούσε σε συνθήκες απαρτχάιντ και εκτοπισμού από το ισραηλινό κράτος. Στόχευσε και αυτή εξίσου στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς στόχους, και επιχείρησε να τρομοκρατήσει τον αντίπαλο πληθυσμό, όπως κάθε κρατική στρατιωτική ενέργεια, παρότι σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ωστόσο, η λογιστική των πτωμάτων και η σύγκριση των σφαγών είναι ξένη προς κάθε προλεταριακή σκοπιά. Η συντριπτική πλειοψηφία των νεκρών του καπιταλιστικού πολέμου είναι δικοί μας νεκροί.

Το γεγονός ότι η Χαμάς δεν ασκούσε εξουσία εντός ενός ολοκληρωμένου, ανεξάρτητου έθνους-κράτους δεν διαφοροποιεί το περιεχόμενο της δράσης της. Εξάλλου, ο ίδιος ο στόχος της εθνικής απελευθέρωσης δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να σημαίνει τίποτα άλλο παρά τη δημιουργία ενός καπιταλιστικού κράτους, με τη βοήθεια και την έγκριση άλλων κρατών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, το οποίο θα ενταχθεί στην ιεραρχία του διεθνούς συστήματος κρατών και στην καπιταλιστική διεθνή αγορά. Αυτό καθιστά αδύνατο να αποτελέσουν απειλή για τη διεθνή καπιταλιστική τάξη τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα. Η χειραφέτηση δεν είναι εθνικό αλλά ταξικό ζήτημα και απαιτεί για τη λύση του τον συνδυασμένο και ταυτόχρονο αγώνα του προλεταριάτου ενάντια σε κεφάλαιο και κράτη σε διεθνές επίπεδο. Όπως ακριβώς το αίτημα της ισότητας μεταξύ των τάξεων είναι μια φενάκη χωρίς νόημα εντός ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού έτσι και η ισότητα μεταξύ των εθνών είναι μια φενάκη χωρίς νόημα εντός του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος εθνών-κρατών. Το μόνο ορθολογικό περιεχόμενο που μπορεί να αποκτήσει το αίτημα της ισότητας και της χειραφέτησης είναι η κατάργηση των ταξικών και εθνικών διαχωρισμών. Διαφορετικά, η εκμετάλλευση και η καταπίεση δεν καταργούνται αλλά επαναφέρονται εντός ενός νέου πλαισίου, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία σε όλα τα εθνικά κράτη που απελευθερώθηκαν από τις αυτοκρατορίες ή την αποικιοκρατία.

Για αυτό και το συνειδητοποιημένο προλεταριακό ταξικό κίνημα δεν θέτει ποτέ αίτημα «δημιουργίας νέων κρατών». Δεν ζητάει «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» ή «Λευτεριά στο Κουρδιστάν» και δεν κατεβαίνει με εθνικές σημαίες. Άλλωστε η αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους είναι ήδη υπόθεση της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων, δηλαδή των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών ένα σωρό κρατών και των ηγετών τους παγκόσμια, από τον Μακρόν ως τον Σι Τζίνπινγκ.

Η ενίσχυση της Χαμάς στην Παλαιστίνη, του θρησκευτικού σιωνισμού στο Ισραήλ, του ινδουιστικού αυταρχικού καστισμού στην Ινδία, του προτεσταντικού ευαγγελικού φονταμενταλισμού και του αμερικανικού εξαιρετισμού2 στις ΗΠΑ είναι κομμάτι μιας ευρύτερης ανόδου ενός ορθολογικά οργανωμένου ανορθολογισμού, ενός νεορομαντισμού που αντιστοιχεί ιδεολογικά ακριβώς στην πολεμική προετοιμασία και στη στροφή των κρατών στον προστατευτικό μιλιταρισμό, εδραιώνοντας παγκόσμια την ηγεμονία μεταφασιστικών ρευμάτων εντός της πολιτικής μορφής της καπιταλιστικής δημοκρατίας. Ο νεορομαντισμός αφορά ακριβώς τη σύνδεση ενός αντιδραστικού υποκειμενικού ιδεαλισμού με την αντιδραστική τεχνοκρατία, όπου πλέον η τεχνολογία και ο στρατός ερμηνεύονται σαν εξωτερίκευση της μεταφυσικής δύναμης της φυλής, του έθνους, της θρησκευτικής κοινότητας.

Η alt-right και η μιμιδιακή3 κουλτούρα ενσωματώνουν και διαδίδουν κάθε είδους νεοαρχαϊσμό και προσηλυτίζουν μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε αυτά τα αντιδραστικά cult4 μέσω των κοινωνικών δικτύων και της τεχνητής νοημοσύνης. Η ορθολογικά οργανωμένη ανορθολογικότητα του νεορομαντισμού σχετίζεται ακριβώς με το φαινόμενο ότι βλέπουμε να αναβιώνουν σε high-tech περιβάλλον επιταχυντισμού οι πιο ακραίες θεωρίες συνομωσίας, ψευδοβιολογικές φυλετικές θεωρίες και πατριαρχικοί μύθοι. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που είδαμε με μεγάλη οξύτητα στους φασισμούς και τον ναζισμό του Μεσοπολέμου, και το οποίο επανεμφανίζεται σήμερα, ως φάρσα μεν, αλλά μια εξαιρετικά επικίνδυνη φάρσα. Πρόκειται για μια φάρσα που προωθεί από τα κάτω τη μιλιταριστική ιδεολογία, την ταύτιση των υπηκόων με την ισχύ του κράτους τους και τη θυσία, όχι μόνο του μάχιμου αλλά και του άμαχου πληθυσμού, ως κρέας για τα κανόνια. Σε έναν πόλεμο που, της τελευταίες δεκαετίες, γίνεται όλο και πιο ολοκληρωτικός, ισοπεδώνοντας πόλεις και οικισμούς, εξοντώνοντας τους κατοίκους τους. Αυτή η τομή ξεκινά με το Γκρόζνι, στον γενοκτονικό πόλεμο της Ρωσίας κατά των Τσετσένων το 1999-2000, και κορυφώνεται σήμερα στη γενοκτονία των Παλαιστινίων της Γάζας.

Να προτάξουμε τον προλεταριακό διεθνισμό, να οξύνουμε τον ταξικό πόλεμο

Από τη δική μας διεθνιστική, προλεταριακή σκοπιά στόχος πρέπει να είναι η ανάπτυξη των ταξικών αγώνων ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο σε κάθε περιοχή του πλανήτη. Αγώνες που εμπεριέχουν ως αναπόσπαστο στοιχείο τους την εναντίωση στην πολεμική σφαγή, την απαξίωση και την πειθάρχηση του προλεταριάτου. Αν ο καπιταλιστικός πόλεμος και η γενοκτονία είναι το αποκορύφωμα της επίθεσης του κεφαλαίου στο προλεταριάτο, σε βαθμό που εξαλείφει τη φυσική του ύπαρξη, η ισχυρότερη κριτική σε αυτόν είναι η ριζοσπαστική ανάπτυξη των ταξικών αγώνων μέχρι αυτοί να λάβουν την ανοιχτή μορφή του πολέμου τάξης εναντίον τάξης, του αγώνα ενάντια στη μισθωτή εργασία και την κοινωνία του εμπορεύματος και του θεάματος και του σαμποτάζ σε κάθε κρατικό στρατό. Μια τέτοια κατεύθυνση βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με ένα «αντιπολεμικό κίνημα» που παραμένει διαχωρισμένο από τον συνολικό αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος. Ένα κίνημα που συχνά περιορίζεται στο επίπεδο μιας ακόμα καμπάνιας, το οποίο δεν αναφέρεται στην προλεταριακή διεθνιστική αλληλεγγύη, αλλά σε μια θολή «διεθνιστική» έννοια «αλληλεγγύης μεταξύ των λαών», η οποία, στην καλή περίπτωση έχει ανθρωπιστικό χαρακτήρα και στη χειρότερη καταλήγει σε στήριξη ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Σε αυτό το πλαίσιο, ενισχύουμε τις κινητοποιήσεις ενάντια στον εφοδιασμό της ισραηλινής και κάθε άλλης πολεμικής μηχανής, στα λιμάνια, τους σιδηροδρόμους και οπουδήποτε αλλού και προωθούμε εντός τους τις ταξικές, διεθνιστικές θέσεις ώστε να απωλέσουν τον συμβολικό-θεαματικό χαρακτήρα που συχνά αποκτούν στα πλαίσια του αριστερίστικου ακτιβισμού, ο οποίος τις βλέπει ως μια ακόμη καμπάνια. Τα καλέσματα των σωματείων των εργαζομένων του λιμανιού του Πειραιά, της Γένοβας5 και των ναυτεργατών ενάντια στη μεταφορά στρατιωτικών φορτίων, ανεξάρτητα από το αν η ιδεολογία των διοργανωτών αναπαράγει αριστερά πατριωτικά και «στρατοπεδικά» στοιχεία, ως περιεχόμενο είναι μια εξαιρετική πράξη σαμποτάζ στον κρατικό πόλεμο. Ειδικά τα σωματεία της Γένοβας με τον ταξικό διεθνιστικό τους λόγο, δείχνουν τον δρόμο.

Επίσης, στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις ενάντια στα στρατιωτικά ερευνητικά προγράμματα που πραγματοποιούνται από πανεπιστήμια, καθώς πρόκειται για πολιτικές πρακτικές που συμβάλλουν στο σαμποτάζ των κρατικών στρατών, ακόμα κι αν δεν συμφωνούμε πλήρως με τον λόγο όλων των σωματείων και των ομάδων που εμπλέκονται σε αυτές. Σαφώς είναι πρόβλημα όταν κάποιοι συμμετέχοντες εναντιώνονται επιλεκτικά σε κάποιους στρατούς και στηρίζουν κάποιους άλλους. Ωστόσο, αυτό δεν είναι λόγος να μην στηρίζουμε το σαμποτάζ αυτών των στρατιωτικών οργανισμών. Αντίθετα είναι λόγος να επιχειρούμε την επέκταση της κριτικής και της δράσης ενάντια σε όλους τους στρατούς, όποτε υπάρχει η δυνατότητα, ή και να αναδεικνύουμε τις φωνές εκείνων που το κάνουν. Ταυτόχρονα, επειδή, όπως έλεγε ο διεθνιστής κομμουνιστής Καρλ Λίμπκνεχτ, «ο εχθρός είναι πρώτα στην ίδια μας τη χώρα», δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στο σαμποτάζ ερευνών που ενισχύουν το σημαντικότερο εργαλείο ελέγχου και καταστολής του πολυεθνικού προλεταριάτου στον τόπο που ζούμε, που δεν είναι άλλος από τον ελληνικό στρατό, την ελληνική αστυνομία και την ελληνική συνοριοφυλακή. Η ακύρωση κάθε έρευνας που αφορά την ενίσχυση αυτών των μηχανισμών αποτελεί σημαντικό πεδίο αγώνα μας.

Παράλληλα, ασκούμε καθολική και συνολική κριτική σε όλα τα κράτη και σε όλους τους εθνικισμούς. Η απάντηση στον πόλεμο των αφεντικών δεν είναι η διαχείρισή του ή η διαμεσολάβηση υπέρ της «ειρήνης», αλλά ο ταξικός πόλεμος. Γιατί τόσο η «ειρήνευση» όσο και οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών αποτελούν πτυχές της ίδιας επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην παγκόσμια εργατική τάξη, στο πλαίσιο της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης και της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν προτιμούμε την ειρήνη από τον πόλεμο, αλλά γνωρίζουμε πως κάθε ειρήνη μεταξύ των κρατών και των αφεντικών δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσωρινή συμφωνία ανακωχής, που εξυπηρετεί τη συνέχιση του ταξικού πολέμου, είτε με μέσα «μαλακής ισχύος», είτε με μέσα καταναγκαστικά και στρατιωτικά. Γιατί η συσσώρευση κεφαλαίου εμπεριέχει εγγενώς τον διακρατικό ανταγωνισμό, τις νέες κρίσεις και τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Αν σταματήσουν να πέφτουν οι βόμβες σε ένα μέρος, μετά από λίγο θα ξαναπέσουν είτε στο ίδιο μέρος, είτε λίγο παραπέρα. Αν σταματήσει μια γενοκτονία σε βάρος ενός πληθυσμού, θα συνεχιστεί εναντίον κάποιου άλλου ή θα στραφεί εναντίον ενός διαφορετικού τμήματος των εκμεταλλευόμενων. Η ταξική μας συνείδηση μας οδηγεί στην επίγνωση ότι το τέλος του πολέμου και των γενοκτονιών δεν θα έρθει μέσω «ειρηνικών διακανονισμών», αλλά μόνο μέσα από το τέλος της καπιταλιστικής κυριαρχίας και όλων των διαχωριστικών της εκφάνσεων, του κράτους, της έμφυλης καταπίεσης και του εθνικισμού.

Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε πως ο στρατοπεδισμός έχει μετατραπεί, πέρα από μέσο κανονικοποίησης εθνικιστικών και κρατικών δυνάμεων μέσα στο εργατικό και αντιεξουσιαστικό κίνημα, και σε εργαλείο προπαγάνδας του μικρού και του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου. Συχνά, αφεντικά και επιχειρήσεις αξιοποιούν παλαιστινιακές (ιδιαίτερα έντονα το τελευταίο διάστημα λόγω της εργαλειοποίησης της γενοκτονίας), ουκρανικές, ρωσικές ή και ισραηλινές σημαίες (όπως συμβαίνει ιδίως στη Γερμανία, όπου υπάρχουν αριστερά φιλοϊσραηλινά ρεύματα), ανάλογα με τα συμφέροντά τους ή το target group στο οποίο απευθύνονται. Έτσι, προωθούν το θέαμα μιας επιλεκτικής κοινωνικής ευαισθησίας, διαμορφωμένο πάνω στις ιδεολογικές προσδοκίες των καταναλωτών, προκειμένου να πουλήσουν μια «αριστερή» ταυτότητα μαζί με τα προϊόντα τους, συγκαλύπτοντας τον εκμεταλλευτικό τους ρόλο και, πολλές φορές, την ταξική βία που έχουν ασκήσει στους εργαζόμενούς/ές τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση μετατοπίζεται βολικά: από την ταξική αλληλεγγύη και την οργάνωση των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο, στη στήριξη ή την απόρριψη κάποιου καπιταλιστή με βάση τη στάση του απέναντι σε ένα κρατικό στρατόπεδο.

Προωθούμε την αλληλεγγύη στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις στο Ισραήλ, ειδικά προς εκείνες τις τάσεις που έχουν ριζοσπαστικό, διεθνιστικό περιεχόμενο, καθώς τις θεωρούμε βασικό κομμάτι της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Η πρόσφατη γενική απεργία με αντιπολεμικό χαρακτήρα, με τη συμμετοχή 1.000.000 διαδηλωτών, αποτελεί ένα γεγονός καθόλου αμελητέο μέσα σε μια κοινωνία στην οποία σημαντικό μέρος έχει ενσωματωθεί στον μιλιταριστικό εθνικό κορμό και στο κρατικό δόγμα άμυνας και ασφάλειας. Αντιθέτως, πρόκειται για μια μαζική κινητοποίηση που αναδεικνύει τη δυναμική της εσωτερικής πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό του ισραηλινού κοινωνικού σχηματισμού – κρίση την οποία το κράτος επιχειρεί να συγκαλύψει μέσω του πολέμου, αλλά που φαίνεται να συναντά όρια, χωρίς να είναι ακόμα σαφές πού θα καταλήξει. Ακόμα και αν η πλατφόρμα της απεργίας δεν ξεπέρασε πλήρως τα όρια της σοσιαλπατριωτικής ρητορικής – λόγω της ρεφορμιστικής ηγεμονίας εντός του κινήματος – η μαζικότητα της διαδήλωσης και της απεργίας μέσα σε συνθήκες επιθετικού πολέμου δείχνει μια έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση στο Ισραήλ. Σημαντική ένδειξη αυτής της κρίσης είναι επίσης το γεγονός ότι 100.000 έφεδροι αγνοούν τις κλήσεις κατάταξης, ενώ 350 εξ αυτών δήλωσαν δημόσια την άρνησή τους να στρατευθούν. Η μαζική αυτή άρνηση συμμετοχής στο στρατιωτικό σώμα φανερώνει ρωγμές στη συναίνεση και κρίση νομιμοποίησης στην ίδια τη στρατιωτική και εθνικιστική αναπαραγωγή του ισραηλινού κράτους.

Από τη δική μας σκοπιά, δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε κινητοποιήσεις που έχουν καθαρά στρατοπεδικό χαρακτήρα, δηλαδή που τάσσονται ανοικτά υπέρ ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ ενάντια σε κάποιο άλλο. Διαφοροποιούμαστε από κινήσεις που στοχοποιούν μόνο μερικά κράτη ή κεφάλαια όπως το BDS στοχοποιεί αποκλειστικά το Ισραήλ ή όπως διάφοροι ευρωενωσιακοί φιλελεύθεροι οργανισμοί αποκλειστικά τη Ρωσία. Δεν μας αντιπροσωπεύουν αφηγήσεις που εξισώνουν συνολικά τους πληθυσμούς με τα κράτη ή τις ηγεσίες τους. Τέτοιες θέσεις τείνουν να προσωποποιούν σε συγκεκριμένες ομάδες το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, όπως για παράδειγμα οι κινητοποιήσεις ενάντια στους τουρίστες και στα κρουαζιερόπλοια. Το περιεχόμενο της πολιτικής μας κριτικής και δράσης καθορίζεται από την ανάγκη να ενισχυθεί η πραγματικά αντιπολεμική, ταξική, διεθνιστική κατεύθυνση ως η μόνη ρεαλιστική διέξοδος απέναντι στην κλιμακούμενη καπιταλιστική πολεμική σύγκρουση. Και χρησιμοποιούμε τον όρο «πραγματικά» ακριβώς γιατί ορισμένοι, με τρόπο οργουελιανό, οικειοποιούνται τον λόγο της «διεθνιστικής» και «αντιπολεμικής» αλληλεγγύης, την ώρα που στηρίζουν ανοιχτά τον εθνικισμό και παίρνουν θέση υπέρ του ενός ή του άλλου στρατοπέδου του καπιταλιστικού πολέμου.

Στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στην άρνηση της στρατιωτικής θητείας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο Ισραήλ και οπουδήποτε αλλού. Υπερασπιζόμαστε την άρνηση συμμετοχής στον πόλεμο, όχι μόνο ως πράξη συνείδησης, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα ενάντια στην άνοδο της μιλιταριστικής ιδεολογίας που εδραιώνεται στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης.

Σε αυτό το σημείο ολοκληρώνουμε τη σχετικά μακροσκελή εισήγησή μας και ελπίζουμε να γίνει μια ενδιαφέρουσα και παραγωγική συζήτηση.

 

Σημειώσεις

1 Το ΝΟΦ ήταν μια εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση Σλαβομακεδόνων, που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και πολέμησε ως τμήμα του ΔΣΕ.

2 Ο αμερικανικός εξαιρετισμός είναι η εθνικιστική ιδεολογία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατέχουν ένα μοναδικό ρόλο στον κόσμο, λόγω της «ιδιαιτερότητας» της ιστορίας, του πολιτικού συστήματος και των αξιών τους.

3 Αναφορά στην κουλτούρα των διαδικτυακών memes και στην εκτεταμένη χρήση τους από την ακροδεξιά προπαγάνδα.

4 Κοινότητα που συγκροτεί μια ισχυρή ενδοομαδική υπεροχή στη βάση ενός συνδυασμού λατρείας προσωπικοτήτων και ιδιόρρυθμων αντιλήψεων.

5 Ενδεικτικά αναφέρουμε την αφίσα του σωματείου FIOM Γένοβας σε πρόσφατη απεργία για τη Γάζα:

Μπροστά στη σφαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γάζα, δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι. Για αυτό:

  • Ενάντια στη γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας
  • Ενάντια σε όλους τους πολέμους του ιμπεριαλισμού
  • Ενάντια στην αυξανόμενη κούρσα εξοπλισμών και σε ένα κλίμα πολέμου που πλέον εξαπλώνεται παντού
  • Για την ενότητα των Παλαιστίνιων, Ισραηλινών, Αράβων και Ευρωπαίων εργαζομένων

Η FIOM Γένοβας κηρύσσει ΟΚΤΩ ΩΡΕΣ ΑΠΕΡΓΙΑ