Εισήγηση της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Συνέλευσης (ΥΦΑΝΕΤ 26/10/2025)

Εισήγηση της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Συνέλευσης

ΥΦΑΝΕΤ 26/10/2025

Εισαγωγή

Καταρχάς, ευχαριστούμε πολύ τις συντρόφισσες και τους συντρόφους από την πρωτοβουλία revdef για την πρόσκληση και την κατάληψη Φάμπρικα Υφανέτ για τη φιλοξενία. Θεωρούμε ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία μεγάλης σημασίας για την ενίσχυση των αντικρατικών, προλεταριακών διεθνιστικών θέσεων.

Εδώ και τέσσερις μήνες έχουμε συγκροτήσει την Αντιπολεμική Διεθνιστική Συνέλευση στην Αθήνα, με σκοπό την ανάδειξη της ταξικής, προλεταριακής σκοπιάς σε σχέση με την τρέχουσα παγκόσμια καπιταλιστική πολεμική πραγματικότητα, δίνοντας έμφαση στα όσα διαδραματίζονται στη Μέση Ανατολή. Είμαστε ένας ετερόκλητος πολιτικός σχηματισμός, το συνεκτικό στοιχείο του οποίου βρίσκεται στην εναντίωση σε κάθε εθνική και κρατική ιδεολογία, καθώς και στην προώθηση του ταξικού διεθνιστικού αντιπολεμικού κινήματος. Μέχρι αυτή τη στιγμή η διαδικασία μας έχει δημοσιεύσει μία αφίσα που εναντιώνεται στο συντελούμενο εθνικιστικό στρατοπεδισμό, στη γενοκτονία των Παλαιστινίων και στην προετοιμασία ολόκληρης της κοινωνίας για την ένταξή της στους διακρατικούς πολεμικούς σχεδιασμούς. Έχουμε παράξει και εκτενή λόγο για τα γεγονότα στη Δυτική Ασία, ο οποίος έχει διακινηθεί είτε διαδικτυακά, είτε σε μορφή μοιράσματος, αλλά και μέσω μικροφωνικής παρέμβασης. Τέλος, συμμετείχαμε στην γενική απεργία της 1ης του Οκτωβρίου, δημοσιεύοντας και μοιράζοντας προκήρυξη που συνέδεε το νομοσχέδιο για τη 13ωρη εργασία με την ανάδυση της πολεμικής οικονομίας, ως μορφή εμφάνισης της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να απομυστικοποιήσουμε τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, χωρίζοντας την ανάλυσή μας σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος θα ασχοληθούμε με τη διαδικασία ενσωμάτωσης και ομογενοποίησης του εθνικού υποκειμένου μέσα στα έθνη-κράτη, τόσο γενικά όσο και πιο ειδικά. Θα χρησιμοποιήσουμε ποικίλα ιστορικά παραδείγματα μαζικών δολοφονικών εκκαθαρίσεων στο όνομα του «έθνους», με στόχο να απομυθοποιήσουμε τις «ιδιαιτερότητες» του κράτους του Ισραήλ και της γενοκτονίας των Παλαιστινίων που συντελείται από αυτό, αντιμετωπίζοντάς τη ως εγγενές δολοφονικό χαρακτηριστικό των εθνικών κρατών πιο γενικά. Έπειτα θα εμβαθύνουμε στη διαχρονική σχέση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, εστιάζοντας στην εξέλιξη της εκμετάλλευσης του παλαιστινιακού πληθυσμού από υποτιμημένο εργατικό δυναμικό έως πλεονάζον προλεταριάτο, μέχρι το σημείο της μαζικής του εξόντωσης. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο ρόλο της Χαμάς και την παγίδα του «αντι-ιμπεριαλιστικού» στρατοπεδισμού που ενισχύει τις πατριωτικές, εθνικιστικές ψευδαισθήσεις σε βάρος της κριτικής της καπιταλιστικής ολότητας και της ταξικής συνείδησης. Τέλος, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις δικές μας αντιστάσεις, αναδεικνύοντας και συγκεκριμενοποιώντας τη λογική του προλεταριακού διεθνισμού, οριοθετώντας τις δράσεις μας βάσει της πάλης των τάξεων.

Η εθνοκάθαρση ως αναγκαίος όρος ανάδυσης και συντήρησης του έθνους-κράτους

Η ανάδυση του έθνους-κράτους είναι αλληλένδετη με τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Προϋποθέτει την ενοποίηση των πληβειακών στρωμάτων για την οργάνωση της εκμετάλλευσής τους από τα επί μέρους εθνικά κεφάλαια, με όρους τόσο ενσωμάτωσης και αντιπροσώπευσης όσο και ιεραρχίας, αποκλεισμού και εκτοπισμού, στη βάση της εθνικής ψευδοκοινότητας, είτε αυτή ορίζεται με το δίκαιο του εδάφους ως σώμα πολιτών που γεννήθηκαν σε έναν τόπο, είτε φυλετικά, με το δίκαιο του αίματος, στις πιο αντιδραστικές εκδοχές εθνοτικού εθνικισμού. Αυτό, φυσικά, δεν είναι μια διαδικασία που σταματά στη γέννηση του έθνους-κράτους, αλλά αφορά και τη διατήρησή του όσο και την επέκτασή του, μέσα από τον τρόπο που ιεραρχεί την εκμεταλλευόμενη εργατική δύναμη και αποκλείει τους υπεράριθμους πληθυσμούς μέσα από τις εθνικές πολιτικές.

Το γνωρίζουμε αυτό πολύ καλά από την ιστορία του κράτους στο οποίο ζούμε, που ήταν και αυτό που εισήγαγε το καπιταλιστικό έθνος-κράτος στα Βαλκάνια, με τον εξαιρετικά βίαιο τρόπο της καθολικής εθνοθρησκευτικής γενοκτονίας και εκτοπισμού των μουσουλμανικών και των εβραϊκών πληθυσμών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, ώστε να φτιαχτεί ένα κράτος με καθαρά ελληνορθόδοξο πληθυσμό. Δεν σταμάτησε όμως εκεί, καθώς κάθε επέκταση του ελληνικού κράτους σήμαινε, με «μαλακή» ή «σκληρή» ισχύ, έναν νέο γύρο εθνοκάθαρσης· για παράδειγμα, τον δέκατο ένατο αιώνα συνεχίστηκε με την έξοδο των Τουρκοκρητικών και την ελληνοποίηση της Κρήτης. Η κατάκτηση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου στους Βαλκανικούς πολέμους, και μετέπειτα η Μικρασιατική Εκστρατεία, σήμαναν έναν νέο γύρο εκκαθαριστικών σφαγών εναντίον αλλοεθνών, που στη μεγάλη τους κλίμακα ολοκληρώθηκαν το 1949. Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν η διπλή εθνοκάθαρση που συμφωνήθηκε με την Τουρκία, με το ωραιοποιημένο όνομα «ανταλλαγή πληθυσμών», τα αντισημιτικά πογκρόμ εναντίον ιδίως των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στον Μεσοπόλεμο, και η σιωπηλή και ηχηρή συναίνεση της τοπικής αστικής κοινωνίας στην εξόντωσή τους στη Shoah από τους Ναζί. Επίσης ο μαζικός εκτοπισμός των Τσάμηδων το 1944 και η μακροχρόνια πολιτική καταναγκαστικού εξελληνισμού των ντόπιων Σλαβομακεδόνων, με απαγόρευση της γλώσσας και του πολιτισμού τους από τον Μεσοπόλεμο, τον υποχρεωτικό εξελληνισμό τους και την εξορία όσων ανέπτυξαν το δικό τους εθνικό κίνημα του ΝΟΦ1 στο πλαίσιο του ΔΣΕ στη Γιουγκοσλαβία, με αφαίρεση ιθαγένειας και μη επαναπατρισμό τους όταν, στα πλαίσια της «εθνικής συμφιλίωσης», επέστρεψαν και ξαναπέκτησαν ιθαγένεια οι Έλληνες κομμουνιστές. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σημαντική θέση είχε η απόπειρα εθνοκάθαρσης των Τουρκοκύπριων, στα πλαίσια των σχεδίων προσάρτησης της Κύπρου στο ελληνικό κράτος, σε συνεργασία με το ελληνοκυπριακό κράτος-κεφάλαιο, που τελικά είχε και έχει τους δικούς του αυτοτελείς στόχους. Και βέβαια, η εθνική εκκαθάριση εναντίον των πλεοναζόντων πληθυσμών για το κεφάλαιο συνεχίζεται και σήμερα, με τον πόλεμο εναντίον των μεταναστ(ρι)ών και των προσφύγων στα σύνορα, τις δολοφονίες τους και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα με ολοένα και πιο στρατιωτικοποιημένους όρους.

Φυσικά, αυτή η διαδικασία αφορά κάθε καπιταλιστικό κράτος ως μία τάση, με ποικιλία μορφών σκληρής και μαλακής ισχύος. Η Τουρκία χτίστηκε στο έδαφος των γενοκτονιών και της εθνοκάθαρσης της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον Αρμενίων, Ασσυρίων και Ρωμιών, οι οποίες συνεχίστηκαν και από το κεμαλικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, με σημαντική κορύφωση τη διπλή εθνοκάθαρση/ανταλλαγή πληθυσμών. Αυτή η πολιτική συνεχίστηκε να εκδηλώνεται σε όλη την ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, με τον αιματοβαμμένο πόλεμο εναντίον του κουρδικού πληθυσμού, τα καψίματα χωριών και τη μετεγκατάσταση πληθυσμών. Ο πόλεμος αυτός, τα τελευταία χρόνια, έχει επεκταθεί και στη Συρία, ενάντια στην «Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας» (ΑΔΒΑΣ) στο πλαίσιο δημιουργίας μιας ευρύτερης ζώνης επιρροής από την Τουρκία στο όνομα της προστασίας των Σουνιτών Αράβων, οι οποίοι, ταυτόχρονα, σε μεγάλο τους μέρος, συγκεντρώνονται στην Τουρκία ως προσφυγικός πληθυσμός υπεράριθμων προλετάριων που υφίστανται πογκρόμ και κάθε είδους διώξεις. Όπως επίσης, διωγμούς, εκτοπισμούς και βίαιες επιθέσεις έχουν δεχτεί Άραβες, Γιεζίντι και Ασσύριοι και από κουρδικές εθνικιστικές δυνάμεις εντός του ημικρατικού μορφώματος της ΑΔΒΑΣ.

Ένα ακόμη οικείο παράδειγμα είναι η Σερβία, λόγω και της ελληνικής συμμετοχής στη γενοκτονία των Βόσνιων Μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα και της στενής συνεργασίας του ελληνικού κεφαλαίου με το σερβικό του Μιλόσεβιτς, με τρόπο βέβαια που δεν διατάρασσε την παράλληλη συμμαχία της Ελλάδας με τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και τις ΗΠΑ, οι οποίες έκαναν για τους δικούς τους ιμπεριαλιστικούς λόγους πόλεμο απέναντι στη Σερβία. Εδώ βλέπουμε και την πρώτη, στην ουσία, επαναφορά του γενοκτονικού πολέμου μεγάλης κλίμακας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εντός της Ευρώπης. Η αιτία ήταν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, λόγω κατ’ αρχάς του μεγαλοσερβισμού αλλά και των άλλων εθνικισμών — ιδίως του κροατικού — με την υποδαύλιση, φυσικά, του αμερικανικού και του ρωσικού ιμπεριαλισμού.

Αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, η εθνοκάθαρση είναι μια συνεχής διαδικασία για την εθνική αναπαραγωγή του κεφαλαίου και, σε κάθε στιγμή, σε περιόδους κρίσης μπορεί να επανέλθει σε νέα, οξυμένη μορφή, επαναφέροντας παλιές αντιθέσεις, αναχαράσσοντας τα σύνορα ή κλιμακώνοντας έναν ήδη υφιστάμενο και συνεχιζόμενο πόλεμο μαζικών σφαγών και εκτοπισμού εδώ και δεκαετίες, όπως στο παράδειγμα του ισραηλινού κράτους απέναντι στον παλαιστινιακό πληθυσμό, που το τελευταίο διάστημα έχει λάβει διαστάσεις γενοκτονίας. Ο μιλιταρισμός και ο πόλεμος είναι τρόποι συσσώρευσης και επιβολής της εξουσίας του κεφαλαίου επί της εργασίας, μέσω της απαξίωσης και της καταστροφής σταθερού αλλά και μεταβλητού κεφαλαίου: των πλεοναζόντων προλετάριων που γίνονται κρέας για κανόνια.

Σήμερα, που το κεφάλαιο βρίσκεται σε περίοδο αναδιάρθρωσης και μεταβαίνει διαρκώς από τη μία κρίση στην άλλη, βλέπουμε τα κράτη να στρατιωτικοποιούν τις οικονομίες τους. Οι πολεμικές βιομηχανίες επιδιώκουν να καλύψουν τα χαμένα κέρδη άλλων βιομηχανικών κλάδων με αύξηση του εμπορίου όπλων, ενώ η επίκληση της εθνικής ασφάλειας και του «εξωτερικού εχθρού» γίνονται το ιδανικό πρόσχημα για τη μείωση του άμεσου και του έμμεσου μισθού με πολλαπλούς τρόπους: από τη σταθερή μείωση των δαπανών για επιδόματα, υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μέχρι τις αυξήσεις μισθών που υπολείπονται του πληθωρισμού. Η άνοδος του πληθωρισμού είναι μια από τις βασικές μορφές με τις οποίες εκφράστηκε τα προηγούμενα χρόνια η κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου, όπως άλλωστε και η ανάδυση της πολεμικής οικονομίας, η οποία τον επέτεινε ακόμα περισσότερο. Αφενός, λειτουργεί προς την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, και αφετέρου αποτελεί πεδίο υψηλής κερδοφορίας για τμήματα του κεφαλαίου αλλά και αυξημένων εσόδων για το ίδιο το κράτος μέσω του φορολογικού και προσοδικού μηχανισμού του.

Στην Ελλάδα, το 13ωρο, τα pushbacks και η ποινικοποίηση των μεταναστ(ρι)ών, παράλληλα με την όξυνση του διοικητικού εγκλεισμού τους σε στρατόπεδα, την αυστηροποίηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας και την όξυνση της καταστολής των αρνήσεών της, όπως εκφράζεται μέσα από τις μαζικές αιτήσεις για απαλλαγή Ι5 — τα λεγόμενα «τρελόχαρτα» — αποτελούν ήδη μια συνεχή διαδικασία πολεμικής προετοιμασίας, είτε αφορά τη διαμάχη με την Τουρκία για τα θαλάσσια σύνορα είτε πιο μακρινά πολεμικά πεδία για τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου.

Η παγκόσμια κλιμάκωση των πολεμικών συγκρούσεων, στο έδαφος της κρίσης, της στρατιωτικοποίησης των οικονομιών και της ανόδου μορφών προστατευτισμού, καθώς και μιας νέας «ιμπεριαλιστικής» περιόδου, ξεγυμνώνει σε όλο τον πλανήτη το γενοκτονικό πρόσωπο του κεφαλαίου, με αιχμή τη Γάζα, το Σουδάν, το Κονγκό αλλά και τις εκατόμβες στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Η διάκριση ανάμεσα σε αμάχους και στρατευμένους χρησιμοποιείται από τον κρατικό λόγο για την απαξίωση της ζωής των εκατοντάδων χιλιάδων φαντάρων που πεθαίνουν, λες και έχουν επιλογή.

Η γενοκτονία, λοιπόν, των Παλαιστινίων από το Ισραήλ δεν κλιμακώνεται τώρα λόγω κάποιας μυθικής ιδιαιτερότητας και εξαιρετικότητας του σιωνισμού, όπως ισχυρίζονται οι εθνικιστές που υποστηρίζουν ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, αλλά ως μέρος της κλιμάκωσης των στρατιωτικών αντιπαραθέσεων παγκόσμια και της εντατικοποίησης της εκκαθάρισης πλεοναζόντων πληθυσμών από τα κράτη. Ειδικότερα στο Ισραήλ, εκδηλώνεται αυτό το φαινόμενο ως μόνιμη οικονομική κρίση και φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του ισραηλινού προλεταριάτου, σε μια οικονομία που είναι ήδη στρατιωτικοποιημένη, οπότε το γρήγορο πέρασμα σε μια συνθήκη διαρκούς πολέμου μεγάλης κλίμακας για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι το προσφορότερο μέσο για να αποκατασταθεί το κύκλωμα αναπαραγωγής του κεφαλαίου και να διασφαλιστεί η πολιτική πειθαρχία, αλλά και η κυβερνητική σταθερότητα του ακροδεξιού πολιτικού προσωπικού, που πριν τον γενοκτονικό πόλεμο απειλούνταν από μια πολιτική κρίση, μέσα στην οποία με στρεβλό τρόπο εκδηλωνόταν και μεγάλο μέρος της ταξικής δυσαρέσκειας του πολυεθνικού προλεταριάτου της ισραηλινής κοινωνίας.

Πέρα από τα ειδικά συμφέροντα του ισραηλινού κεφαλαίου, η γενοκτονία των Παλαιστινίων και η απόπειρα εξάλειψης της Χαμάς και των συμμάχων της εντάσσονται στην ευρύτερη στρατηγική του «δυτικού» ιμπεριαλιστικού μπλοκ στη Μέση Ανατολή. Δεν πρόκειται για την εφαρμογή ενός προκαθορισμένου και αμετάβλητου «σχεδίου», αλλά για μια στρατηγική που διαρκώς αναπροσαρμόζεται μέσα στις αντιφάσεις της συγκυρίας, καθώς αναζητείται τρόπος διαχείρισης για την κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του οξυμένου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού που αυτή συνεπάγεται σε έναν πολυπολικό κόσμο. Στην παρούσα συγκυρία, η αποδυνάμωση και ελαχιστοποίηση της επιχειρησιακής δυνατότητας της Χεζμπολάχ, ο εξοβελισμός των ιρανικών πολιτοφυλακών από τη Συρία και η απομάκρυνση ενός βασικού εχθρού τους, του Άσαντ και του καθεστώτος του αποτελούν πλευρές της απόπειρας εξάλειψης του περιφερειακού ιμπεριαλιστικού μπλοκ που αποκαλείται «Άξονας της Αντίστασης», η οποία ωστόσο απαιτεί την ανατροπή του καθεστώτος των Ανσάρ Αλλάχ, γνωστών ως Χούθι, στην Υεμένη και την αποσταθεροποίηση του Ιράν. Στόχος δεν είναι μόνο η αποκατάσταση της ασφάλειας των εμπορικών δρόμων και της απρόσκοπτης κυκλοφορίας του κεφαλαίου που έχει διαταραχτεί σοβαρά από τις επιθέσεις των Χούθι στα εμπορικά πλοία που διέρχονται από το εξαιρετικά στρατηγικής σημασίας Στενό του Μπαμπ Αλ-Μαντέμπ, πέρασμα από το οποίο διέρχεται περίπου το 12% του παγκόσμιου εμπορίου. Βασικό επίδικο είναι η εγκαθίδρυση μιας περιφερειακής τάξης πραγμάτων που θα εξασφαλίζει την πρωτοκαθεδρία του «δυτικού» ιμπεριαλιστικού μπλοκ σε έναν κατακερματισμένο και ολοένα πιο ανταγωνιστικό καπιταλιστικό κόσμο, έναντι της απειλής από την πλευρά του «ευρασιατικού» μπλοκ.

Σαφώς, βέβαια, το Ισραήλ ως περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη δεν δουλεύει μόνο με τις ΗΠΑ. Διατηρεί προνομιακές σχέσεις και με τη Ρωσία, η οποία θέλει κι αυτή την αποδυνάμωση του Ιράν, ώστε αυτό να καταστεί πιο εξαρτημένο από αυτήν, αλλά και να ενισχύσει συνολικά την επιρροή της ως διαμεσολαβητής και δύναμη εμπιστοσύνης μεταξύ των δυσαρεστημένων από το «δυτικό μπλοκ», όπως κάνει και στη Βόρεια Αφρική. Δηλαδή φιλοδοξεί να πάρει μερίδιο από τη νέα πίτα που θα διαμορφωθεί στο πλαίσιο ενός πολυπολικού ιμπεριαλισμού και, βέβαια, ανταγωνιστικά με τις ΗΠΑ. Το Ισραήλ επίσης διατηρεί προνομιακή συνεργασία με την Κίνα, με ανταλλαγές στρατιωτικής τεχνολογίας αλλά και εξασφαλίζοντάς της πρόσβαση σε λιμάνια που ελέγχει. Με την Κίνα το δένει το κοινό συμφέρον της αποδυνάμωσης των αναθεωρητικών σουνιτικών πολιτικών δυνάμεων, όπως είναι και η Χαμάς και ο παντουρκισμός, καθώς και η ίδια αντιμετωπίζει τον Ουιγουρικό ισλαμικό εθνικισμό στην επαρχία Σινγιάνγκ και απαντά με μια επίσης γενοκτονική πολιτική που αντλεί «μαθήματα» από τη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Άλλωστε, ο ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλιστικών κρατών και ιμπεριαλιστικών μπλοκ δεν αναιρεί την οικονομική, πολιτική ή ακόμα και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ ενίσχυαν στρατιωτικά τόσο το Ιράν όσο και το Ιράκ τη δεκαετία του 1980, ενώ το Ισραήλ συνέχιζε να πουλά όπλα στο Ιράν ακόμα και μετά την άνοδο του Χομεϊνί στην εξουσία, μέχρι και το 1987.

Επίσης, για να πάμε και στα καθ’ ημάς, σημαντική είναι και η «λυκοσυμμαχία» με την Ελλάδα, που επιδιώκει, μέσα από τη στρατηγική σύμπλευση με το Ισραήλ, τον υποσκελισμό της Τουρκίας, την ικανοποίηση των ιμπεριαλιστικών της σχεδίων για τη μεγάλη ΑΟΖ που ελέγχει την Ανατολική Μεσόγειο και την απόκτηση ισχυρότερης θέσης στους παγκόσμιους εμπορικούς δρόμους.

 

Οι Παλαιστίνιοι της Γάζας ως πλεονάζον προλεταριάτο, οι εποικισμοί και οι πολλαπλές όψεις του αντιπαλαιστινιακού ρατσισμού

Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967, το κράτος του Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα αποκτώντας πρόσβαση στην εκμετάλλευση του παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού, με όρους ιεραρχίας, αποκλεισμού και εκτοπισμού αλλά και μερικής ενσωμάτωσης και αντιπροσώπευσης. Οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίστηκαν ως εργάτες με περιορισμένα έως και καθόλου δικαιώματα, η εκμετάλλευση των οποίων χτίστηκε πάνω στην εργασιακή τους επισφάλεια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να διατηρηθεί η κερδοφορία του ισραηλινού κεφαλαίου παρακάμπτοντας προσωρινά την πίεση που δέχονταν από το ισχυρό οργανωμένο εβραϊκό εργατικό κίνημα. Η κατοχή λοιπόν δεν ήταν αμιγώς στρατιωτική, αλλά αποτέλεσε εργαλείο αναδιάρθρωσης της ισραηλινής καπιταλιστικής παραγωγής. Πάνω σε αυτή τη λογική, η εποικιστική πολιτική απέκτησε τη δική της δυναμική από το ισραηλινό κράτος και κεφάλαιο, επεκτείνοντας τους εποικισμούς ως «δημόσια έργα» και επενδύοντας σε στρατιωτικές και οικιστικές υποδομές. Η παραπάνω διαδικασία ανανέωσε την καπιταλιστική συσσώρευση, καθώς τόσο ο στρατός όσο και οι έποικοι αύξησαν τη ζήτηση για εργασία, κατασκευές και παροχή υπηρεσιών. Ωφελημένοι βγήκαν και οι μεγαλοεργολάβοι, καθώς ήταν αυτοί που ανέλαβαν την πραγματοποίηση των παραπάνω.

Οι εποικισμοί στη Δυτική Όχθη αποτέλεσαν επίσης ένα μέσο άμβλυνσης του ταξικού ανταγωνισμού εντός του Ισραήλ, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι των εποίκων δεν ήταν φανατικοί θρησκευόμενοι, αλλά φτωχοί και περιθωριοποιημένοι Ισραηλινοί που δυσκολεύονταν να επιβιώσουν στα αστικά κέντρα. Τα κίνητρα ήταν τόσο οικονομικά όσο και ιδεολογικά. Από τη μία, οι φτηνές στέγες στις εποικισμένες περιοχές, οι επιδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές καθώς και η εύρεση εργασίας μέσω των κρατικών έργων στις περιοχές αυτές αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο για μετακίνηση. Από την άλλη, η υπόσχεση της «κοινωνικής ανόδου» και της απόκτησης κάποιας «ιδιοκτησίας» συμπλήρωνε με ιδεολογικό τρόπο το οικονομικό σκέλος. Με αυτόν τον τρόπο αποσπάστηκε σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική συναίνεση των εποίκων στα όσα διαδραματίζονταν, μετατρέποντάς τους σε ζωντανές ασπίδες του ισραηλινού κράτους απέναντι στους εκμεταλλευόμενους Παλαιστινίους.

Τη δεκαετία του 1980 σχεδόν 45% του πληθυσμού της Γάζας εργαζόταν στο Ισραήλ σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Στερείτο πλήρως της προστασίας που είχε παραχωρηθεί στην ισραηλινή εργατική τάξη και είχε το καθεστώς του εφεδρικού στρατού φτηνής εργασιακής δύναμης. Μέσα στη δεκαετία του 1990 οι Παλαιστίνιοι εργάτες άρχισαν όλο και περισσότερο να αντικαθίστανται από μετανάστες από την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και τη Ρουμανία, που αποτελούν το πιο υποτιμημένο σήμερα κομμάτι της εργασιακής δύναμης στο Ισραήλ καθώς συχνά  αμείβονται χαμηλότερα και από τους Παλαιστίνιους. Από το 2007 με τον πλήρη αποκλεισμό της Γάζας από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, και την εφαρμογή ενός καθεστώτος πολιορκίας, και μέχρι την 7η Οκτωβρίου του 2023 ο αριθμός των κατοίκων της Γάζας που εργάζονταν στο Ισραήλ περιορίστηκε σε μόλις 3,5% του εργαζόμενου πληθυσμού. Η ίδια η οικονομία της Γάζας υπέστη τεράστιο πλήγμα, εφόσον εισαγωγές και εξαγωγές μπορούσαν να γίνονται μόνο παράνομα μέσω των τούνελ στα σύνορα με την Αίγυπτο με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να ανέρχεται σε περίπου 50% και σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Γάζας να εξαρτάται αποκλειστικά για την επιβίωσή του από τα προγράμματα «ανθρωπιστικής» βοήθειας. Είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα απολύτως αναλώσιμο, πλεονάζον προλεταριάτο τόσο ως προς την ισραηλινή οικονομία όσο και από τη σκοπιά της επιβολής της «εθνικής καθαρότητας» στην περιοχή. Σε αυτή τη βάση έχει αναπτυχθεί ένας ακραίος ρατσισμός εναντίον του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας εντός της ισραηλινής κοινωνίας που φτάνει στην απανθρωποποίηση. Οι Παλαιστίνιοι χαρακτηρίζονται «ανθρώπινα κτήνη» ενώ ακόμα και ο πρόεδρος του Ισραήλ που προέρχεται από το Εργατικό Κόμμα είπε ότι στη Γάζα «δεν υπάρχουν αθώοι». Αυτή η εθνικιστική κρατική ιδεολογία εξυπηρετεί επιπλέον τη νομιμοποίηση της σφαγής και του πολέμου στην ισραηλινή κοινωνία, χτίζει το αμυντικό αφήγημα που χρειάζεται το κράτος του Ισραήλ για να δικαιολογήσει μια πολεμική επίθεση στην Γάζα και εκφράζει τις εδαφικές βλέψεις του ισραηλινού επεκτατισμού.

Ωστόσο, αντιπαλαιστινιακός ρατσισμός υπάρχει και σε πολλές αραβικές χώρες. Δεδομένου ότι οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στη μεγάλη τους πλειοψηφία έμειναν χωρίς χαρτιά και παρέμειναν απάτριδες στα γειτονικά αραβικά κράτη, όντας συχνά αποκλεισμένοι εντός των προσφυγικών καταυλισμών και χωρίς να διαθέτουν καμία ελευθερία μετακίνησης, αντιμετωπίζονται εκεί ως παρείσακτοι, ως βάρος για την τοπική οικονομία και ως «ξένο σώμα» απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, όπως άλλωστε συμβαίνει σήμερα στους πρόσφυγες σε ολόκληρο τον κόσμο, λειτουργώντας ως αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα κοινωνικά δεινά. Επιπλέον, θεωρούνται δύναμη αποσταθεροποίησης, καθώς η μερίδα του παλαιστινιακού προσφυγικού πληθυσμού που οργανώθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά ενεπλάκη σε ένοπλες συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης (κατά τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» στην Ιορδανία), συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου και στήριξε το Ιράκ κατά την εισβολή στο Κουβέιτ (με αποτέλεσμα τον καθολικό εκτοπισμό 300 έως 400 χιλιάδων Παλαιστινίων από το Κουβέιτ μετά το 1991 και την επιβολή αυστηρών περιορισμών στη μετανάστευση στα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου). Οι Παλαιστίνιοι προλετάριοι αντιμετωπίστηκαν εξαρχής και εν συνόλω ως πιόνια και όχι ως άνθρωποι στη διπλωματική και στρατιωτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής από τη μεριά των αραβικών κρατών.

Στην Ευρώπη και, ευρύτερα, στον «δυτικό» κόσμο έχει τα τελευταία χρόνια ενισχυθεί ο αντιπαλαιστινιακός ρατσισμός, ως εκδοχή του ευρύτερου ρατσισμού εναντίον των μουσουλμάνων, που τα τελευταία χρόνια προωθούν συστηματικά τόσο οι ακροδεξιές θεωρίες περί «μεγάλης αντικατάστασης» όσο και ο ηθικός πανικός που καλλιεργείται συνολικά από τις κυβερνήσεις –σοσιαλδημοκρατικές και δεξιές– απέναντι στην είσοδο μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων. Έτσι, η δυσαρέσκεια για το επιδεινούμενο βιοτικό επίπεδο καναλιζάρεται προς τα πιο αδύναμα και περιθωριοποιημένα κομμάτια της τάξης μας προκειμένου η οργή να στραφεί μακριά από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Το Ισραήλ προβάλλεται σε αυτές τις άθλιες ρατσιστικές αφηγήσεις ως προμαχώνας του «δυτικού πολιτισμού» έναντι της «ισλαμικής βαρβαρότητας». Φαίνεται παράδοξο διότι η ακροδεξιά ρητορική που αποδίδει στην «ελίτ της παγκοσμιοποίησης» τα σχέδια περί της «αντικατάστασης του πληθυσμού» είναι ταυτοχρόνως δομικά αντισημιτική. Από την άλλη μεριά, η αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους που έχει επίσης ενισχυθεί εντός των πιο προοδευτικών κοινωνικών κομματιών, συχνά δεν έχει ένα ταξικό περιεχόμενο αλλά αρθρώνεται στη βάση μιας αντιδραστικής εν τέλει μυθολογίας περί του επαναστατικού χαρακτήρα της δράσης της Χαμάς και των συνεργαζόμενων με αυτήν οργανώσεων, που στην πραγματικότητα εκφράζουν εθνικιστικές και καπιταλιστικές πολιτικές καταπίεσης συχνά σε στενή σύνδεση με μια κρατική θρησκευτική ιδεολογία. Είδαμε ότι αυτή η θέση εξελίχθηκε ακόμα παραπέρα με την ανοιχτή στήριξη κρατών όπως το Ιράν και η Ρωσία, δηλαδή τη στήριξη ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Όσον αφορά τη Χαμάς δεν τίθεται αμφιβολία ότι αποτελεί το πολιτικό προσωπικό μιας μερίδας της άρχουσας τάξης των Παλαιστινίων που ασκούσε εξουσία στη Γάζα. Ως τέτοια, συμμετείχε στην εκμετάλλευση των Παλαιστίνιων προλετάριων τόσο ως εργασιακής δύναμης –μέσω της επιβολής φόρων και δασμών στο εμπόριο που πραγματοποιείτο μέσω των τούνελ– όσο και μέσω της άντλησης προσόδων από τη διαχείριση της «ανθρωπιστικής βοήθειας» για τη σίτιση του πληθυσμού και της οικονομικής ενίσχυσης από το Ιράν και το Κατάρ. Η Χαμάς και οι συνεργαζόμενες οργανώσεις έχουν το μονοπώλιο της βίας και των όπλων σε αντίθεση με οποιοδήποτε είδος ταξικής επαναστατικής βίας. Αντιθέτως, ο πληθυσμός της Γάζας είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία στην κατάσταση του απολύτως αναλώσιμου πλεονάζοντος προλεταριάτου, δηλαδή κρέας για τα κανονιά.

 

Η Χαμάς και η παγίδα του «αντι-ιμπεριαλιστικού» στρατοπεδισμού

Σε αυτή τη βάση, η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς και τις συνεργαζόμενες με αυτήν οργανώσεις στο Ισραήλ ήταν μια πολεμική ενέργεια της μέχρι πρότινος ντε φάκτο κρατικής εξουσίας στη Γάζα. Δεν ήταν αντιστασιακή ενέργεια κάποιου κινήματος, ούτε είχε προλεταριακό ή επαναστατικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο και πυξίδα των προλεταριακών αγώνων. Στόχος της ήταν πρωτίστως να ανατρέψει το σκηνικό που διαμορφωνόταν από τις Συμφωνίες του Αβραάμ και να μεταβάλει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στη Μέση Ανατολή. Δευτερευόντως, εξυπηρέτησε προσωρινά την επίλυση εσωτερικών ζητημάτων νομιμοποίησης της εξουσίας της Χαμάς στη Γάζα – όπως έδειξαν οι πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της. Εκ του αποτελέσματος, δηλαδή της συντριπτικά απάνθρωπης απάντησης του κράτους του Ισραήλ, η επίθεση δεν υπηρέτησε –ούτε και θα μπορούσε άλλωστε– τα συμφέροντα και τις ανάγκες του παλαιστινιακού πληθυσμού, που ήδη ζούσε σε συνθήκες απαρτχάιντ και εκτοπισμού από το ισραηλινό κράτος. Στόχευσε και αυτή εξίσου στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς στόχους, και επιχείρησε να τρομοκρατήσει τον αντίπαλο πληθυσμό, όπως κάθε κρατική στρατιωτική ενέργεια, παρότι σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ωστόσο, η λογιστική των πτωμάτων και η σύγκριση των σφαγών είναι ξένη προς κάθε προλεταριακή σκοπιά. Η συντριπτική πλειοψηφία των νεκρών του καπιταλιστικού πολέμου είναι δικοί μας νεκροί.

Το γεγονός ότι η Χαμάς δεν ασκούσε εξουσία εντός ενός ολοκληρωμένου, ανεξάρτητου έθνους-κράτους δεν διαφοροποιεί το περιεχόμενο της δράσης της. Εξάλλου, ο ίδιος ο στόχος της εθνικής απελευθέρωσης δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να σημαίνει τίποτα άλλο παρά τη δημιουργία ενός καπιταλιστικού κράτους, με τη βοήθεια και την έγκριση άλλων κρατών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, το οποίο θα ενταχθεί στην ιεραρχία του διεθνούς συστήματος κρατών και στην καπιταλιστική διεθνή αγορά. Αυτό καθιστά αδύνατο να αποτελέσουν απειλή για τη διεθνή καπιταλιστική τάξη τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα. Η χειραφέτηση δεν είναι εθνικό αλλά ταξικό ζήτημα και απαιτεί για τη λύση του τον συνδυασμένο και ταυτόχρονο αγώνα του προλεταριάτου ενάντια σε κεφάλαιο και κράτη σε διεθνές επίπεδο. Όπως ακριβώς το αίτημα της ισότητας μεταξύ των τάξεων είναι μια φενάκη χωρίς νόημα εντός ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού έτσι και η ισότητα μεταξύ των εθνών είναι μια φενάκη χωρίς νόημα εντός του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος εθνών-κρατών. Το μόνο ορθολογικό περιεχόμενο που μπορεί να αποκτήσει το αίτημα της ισότητας και της χειραφέτησης είναι η κατάργηση των ταξικών και εθνικών διαχωρισμών. Διαφορετικά, η εκμετάλλευση και η καταπίεση δεν καταργούνται αλλά επαναφέρονται εντός ενός νέου πλαισίου, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία σε όλα τα εθνικά κράτη που απελευθερώθηκαν από τις αυτοκρατορίες ή την αποικιοκρατία.

Για αυτό και το συνειδητοποιημένο προλεταριακό ταξικό κίνημα δεν θέτει ποτέ αίτημα «δημιουργίας νέων κρατών». Δεν ζητάει «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» ή «Λευτεριά στο Κουρδιστάν» και δεν κατεβαίνει με εθνικές σημαίες. Άλλωστε η αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους είναι ήδη υπόθεση της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων, δηλαδή των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών ένα σωρό κρατών και των ηγετών τους παγκόσμια, από τον Μακρόν ως τον Σι Τζίνπινγκ.

Η ενίσχυση της Χαμάς στην Παλαιστίνη, του θρησκευτικού σιωνισμού στο Ισραήλ, του ινδουιστικού αυταρχικού καστισμού στην Ινδία, του προτεσταντικού ευαγγελικού φονταμενταλισμού και του αμερικανικού εξαιρετισμού2 στις ΗΠΑ είναι κομμάτι μιας ευρύτερης ανόδου ενός ορθολογικά οργανωμένου ανορθολογισμού, ενός νεορομαντισμού που αντιστοιχεί ιδεολογικά ακριβώς στην πολεμική προετοιμασία και στη στροφή των κρατών στον προστατευτικό μιλιταρισμό, εδραιώνοντας παγκόσμια την ηγεμονία μεταφασιστικών ρευμάτων εντός της πολιτικής μορφής της καπιταλιστικής δημοκρατίας. Ο νεορομαντισμός αφορά ακριβώς τη σύνδεση ενός αντιδραστικού υποκειμενικού ιδεαλισμού με την αντιδραστική τεχνοκρατία, όπου πλέον η τεχνολογία και ο στρατός ερμηνεύονται σαν εξωτερίκευση της μεταφυσικής δύναμης της φυλής, του έθνους, της θρησκευτικής κοινότητας.

Η alt-right και η μιμιδιακή3 κουλτούρα ενσωματώνουν και διαδίδουν κάθε είδους νεοαρχαϊσμό και προσηλυτίζουν μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε αυτά τα αντιδραστικά cult4 μέσω των κοινωνικών δικτύων και της τεχνητής νοημοσύνης. Η ορθολογικά οργανωμένη ανορθολογικότητα του νεορομαντισμού σχετίζεται ακριβώς με το φαινόμενο ότι βλέπουμε να αναβιώνουν σε high-tech περιβάλλον επιταχυντισμού οι πιο ακραίες θεωρίες συνομωσίας, ψευδοβιολογικές φυλετικές θεωρίες και πατριαρχικοί μύθοι. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που είδαμε με μεγάλη οξύτητα στους φασισμούς και τον ναζισμό του Μεσοπολέμου, και το οποίο επανεμφανίζεται σήμερα, ως φάρσα μεν, αλλά μια εξαιρετικά επικίνδυνη φάρσα. Πρόκειται για μια φάρσα που προωθεί από τα κάτω τη μιλιταριστική ιδεολογία, την ταύτιση των υπηκόων με την ισχύ του κράτους τους και τη θυσία, όχι μόνο του μάχιμου αλλά και του άμαχου πληθυσμού, ως κρέας για τα κανόνια. Σε έναν πόλεμο που, της τελευταίες δεκαετίες, γίνεται όλο και πιο ολοκληρωτικός, ισοπεδώνοντας πόλεις και οικισμούς, εξοντώνοντας τους κατοίκους τους. Αυτή η τομή ξεκινά με το Γκρόζνι, στον γενοκτονικό πόλεμο της Ρωσίας κατά των Τσετσένων το 1999-2000, και κορυφώνεται σήμερα στη γενοκτονία των Παλαιστινίων της Γάζας.

Να προτάξουμε τον προλεταριακό διεθνισμό, να οξύνουμε τον ταξικό πόλεμο

Από τη δική μας διεθνιστική, προλεταριακή σκοπιά στόχος πρέπει να είναι η ανάπτυξη των ταξικών αγώνων ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο σε κάθε περιοχή του πλανήτη. Αγώνες που εμπεριέχουν ως αναπόσπαστο στοιχείο τους την εναντίωση στην πολεμική σφαγή, την απαξίωση και την πειθάρχηση του προλεταριάτου. Αν ο καπιταλιστικός πόλεμος και η γενοκτονία είναι το αποκορύφωμα της επίθεσης του κεφαλαίου στο προλεταριάτο, σε βαθμό που εξαλείφει τη φυσική του ύπαρξη, η ισχυρότερη κριτική σε αυτόν είναι η ριζοσπαστική ανάπτυξη των ταξικών αγώνων μέχρι αυτοί να λάβουν την ανοιχτή μορφή του πολέμου τάξης εναντίον τάξης, του αγώνα ενάντια στη μισθωτή εργασία και την κοινωνία του εμπορεύματος και του θεάματος και του σαμποτάζ σε κάθε κρατικό στρατό. Μια τέτοια κατεύθυνση βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με ένα «αντιπολεμικό κίνημα» που παραμένει διαχωρισμένο από τον συνολικό αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος. Ένα κίνημα που συχνά περιορίζεται στο επίπεδο μιας ακόμα καμπάνιας, το οποίο δεν αναφέρεται στην προλεταριακή διεθνιστική αλληλεγγύη, αλλά σε μια θολή «διεθνιστική» έννοια «αλληλεγγύης μεταξύ των λαών», η οποία, στην καλή περίπτωση έχει ανθρωπιστικό χαρακτήρα και στη χειρότερη καταλήγει σε στήριξη ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Σε αυτό το πλαίσιο, ενισχύουμε τις κινητοποιήσεις ενάντια στον εφοδιασμό της ισραηλινής και κάθε άλλης πολεμικής μηχανής, στα λιμάνια, τους σιδηροδρόμους και οπουδήποτε αλλού και προωθούμε εντός τους τις ταξικές, διεθνιστικές θέσεις ώστε να απωλέσουν τον συμβολικό-θεαματικό χαρακτήρα που συχνά αποκτούν στα πλαίσια του αριστερίστικου ακτιβισμού, ο οποίος τις βλέπει ως μια ακόμη καμπάνια. Τα καλέσματα των σωματείων των εργαζομένων του λιμανιού του Πειραιά, της Γένοβας5 και των ναυτεργατών ενάντια στη μεταφορά στρατιωτικών φορτίων, ανεξάρτητα από το αν η ιδεολογία των διοργανωτών αναπαράγει αριστερά πατριωτικά και «στρατοπεδικά» στοιχεία, ως περιεχόμενο είναι μια εξαιρετική πράξη σαμποτάζ στον κρατικό πόλεμο. Ειδικά τα σωματεία της Γένοβας με τον ταξικό διεθνιστικό τους λόγο, δείχνουν τον δρόμο.

Επίσης, στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις ενάντια στα στρατιωτικά ερευνητικά προγράμματα που πραγματοποιούνται από πανεπιστήμια, καθώς πρόκειται για πολιτικές πρακτικές που συμβάλλουν στο σαμποτάζ των κρατικών στρατών, ακόμα κι αν δεν συμφωνούμε πλήρως με τον λόγο όλων των σωματείων και των ομάδων που εμπλέκονται σε αυτές. Σαφώς είναι πρόβλημα όταν κάποιοι συμμετέχοντες εναντιώνονται επιλεκτικά σε κάποιους στρατούς και στηρίζουν κάποιους άλλους. Ωστόσο, αυτό δεν είναι λόγος να μην στηρίζουμε το σαμποτάζ αυτών των στρατιωτικών οργανισμών. Αντίθετα είναι λόγος να επιχειρούμε την επέκταση της κριτικής και της δράσης ενάντια σε όλους τους στρατούς, όποτε υπάρχει η δυνατότητα, ή και να αναδεικνύουμε τις φωνές εκείνων που το κάνουν. Ταυτόχρονα, επειδή, όπως έλεγε ο διεθνιστής κομμουνιστής Καρλ Λίμπκνεχτ, «ο εχθρός είναι πρώτα στην ίδια μας τη χώρα», δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στο σαμποτάζ ερευνών που ενισχύουν το σημαντικότερο εργαλείο ελέγχου και καταστολής του πολυεθνικού προλεταριάτου στον τόπο που ζούμε, που δεν είναι άλλος από τον ελληνικό στρατό, την ελληνική αστυνομία και την ελληνική συνοριοφυλακή. Η ακύρωση κάθε έρευνας που αφορά την ενίσχυση αυτών των μηχανισμών αποτελεί σημαντικό πεδίο αγώνα μας.

Παράλληλα, ασκούμε καθολική και συνολική κριτική σε όλα τα κράτη και σε όλους τους εθνικισμούς. Η απάντηση στον πόλεμο των αφεντικών δεν είναι η διαχείρισή του ή η διαμεσολάβηση υπέρ της «ειρήνης», αλλά ο ταξικός πόλεμος. Γιατί τόσο η «ειρήνευση» όσο και οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών αποτελούν πτυχές της ίδιας επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην παγκόσμια εργατική τάξη, στο πλαίσιο της διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης και της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν προτιμούμε την ειρήνη από τον πόλεμο, αλλά γνωρίζουμε πως κάθε ειρήνη μεταξύ των κρατών και των αφεντικών δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσωρινή συμφωνία ανακωχής, που εξυπηρετεί τη συνέχιση του ταξικού πολέμου, είτε με μέσα «μαλακής ισχύος», είτε με μέσα καταναγκαστικά και στρατιωτικά. Γιατί η συσσώρευση κεφαλαίου εμπεριέχει εγγενώς τον διακρατικό ανταγωνισμό, τις νέες κρίσεις και τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Αν σταματήσουν να πέφτουν οι βόμβες σε ένα μέρος, μετά από λίγο θα ξαναπέσουν είτε στο ίδιο μέρος, είτε λίγο παραπέρα. Αν σταματήσει μια γενοκτονία σε βάρος ενός πληθυσμού, θα συνεχιστεί εναντίον κάποιου άλλου ή θα στραφεί εναντίον ενός διαφορετικού τμήματος των εκμεταλλευόμενων. Η ταξική μας συνείδηση μας οδηγεί στην επίγνωση ότι το τέλος του πολέμου και των γενοκτονιών δεν θα έρθει μέσω «ειρηνικών διακανονισμών», αλλά μόνο μέσα από το τέλος της καπιταλιστικής κυριαρχίας και όλων των διαχωριστικών της εκφάνσεων, του κράτους, της έμφυλης καταπίεσης και του εθνικισμού.

Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε πως ο στρατοπεδισμός έχει μετατραπεί, πέρα από μέσο κανονικοποίησης εθνικιστικών και κρατικών δυνάμεων μέσα στο εργατικό και αντιεξουσιαστικό κίνημα, και σε εργαλείο προπαγάνδας του μικρού και του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου. Συχνά, αφεντικά και επιχειρήσεις αξιοποιούν παλαιστινιακές (ιδιαίτερα έντονα το τελευταίο διάστημα λόγω της εργαλειοποίησης της γενοκτονίας), ουκρανικές, ρωσικές ή και ισραηλινές σημαίες (όπως συμβαίνει ιδίως στη Γερμανία, όπου υπάρχουν αριστερά φιλοϊσραηλινά ρεύματα), ανάλογα με τα συμφέροντά τους ή το target group στο οποίο απευθύνονται. Έτσι, προωθούν το θέαμα μιας επιλεκτικής κοινωνικής ευαισθησίας, διαμορφωμένο πάνω στις ιδεολογικές προσδοκίες των καταναλωτών, προκειμένου να πουλήσουν μια «αριστερή» ταυτότητα μαζί με τα προϊόντα τους, συγκαλύπτοντας τον εκμεταλλευτικό τους ρόλο και, πολλές φορές, την ταξική βία που έχουν ασκήσει στους εργαζόμενούς/ές τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση μετατοπίζεται βολικά: από την ταξική αλληλεγγύη και την οργάνωση των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο, στη στήριξη ή την απόρριψη κάποιου καπιταλιστή με βάση τη στάση του απέναντι σε ένα κρατικό στρατόπεδο.

Προωθούμε την αλληλεγγύη στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις στο Ισραήλ, ειδικά προς εκείνες τις τάσεις που έχουν ριζοσπαστικό, διεθνιστικό περιεχόμενο, καθώς τις θεωρούμε βασικό κομμάτι της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Η πρόσφατη γενική απεργία με αντιπολεμικό χαρακτήρα, με τη συμμετοχή 1.000.000 διαδηλωτών, αποτελεί ένα γεγονός καθόλου αμελητέο μέσα σε μια κοινωνία στην οποία σημαντικό μέρος έχει ενσωματωθεί στον μιλιταριστικό εθνικό κορμό και στο κρατικό δόγμα άμυνας και ασφάλειας. Αντιθέτως, πρόκειται για μια μαζική κινητοποίηση που αναδεικνύει τη δυναμική της εσωτερικής πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό του ισραηλινού κοινωνικού σχηματισμού – κρίση την οποία το κράτος επιχειρεί να συγκαλύψει μέσω του πολέμου, αλλά που φαίνεται να συναντά όρια, χωρίς να είναι ακόμα σαφές πού θα καταλήξει. Ακόμα και αν η πλατφόρμα της απεργίας δεν ξεπέρασε πλήρως τα όρια της σοσιαλπατριωτικής ρητορικής – λόγω της ρεφορμιστικής ηγεμονίας εντός του κινήματος – η μαζικότητα της διαδήλωσης και της απεργίας μέσα σε συνθήκες επιθετικού πολέμου δείχνει μια έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση στο Ισραήλ. Σημαντική ένδειξη αυτής της κρίσης είναι επίσης το γεγονός ότι 100.000 έφεδροι αγνοούν τις κλήσεις κατάταξης, ενώ 350 εξ αυτών δήλωσαν δημόσια την άρνησή τους να στρατευθούν. Η μαζική αυτή άρνηση συμμετοχής στο στρατιωτικό σώμα φανερώνει ρωγμές στη συναίνεση και κρίση νομιμοποίησης στην ίδια τη στρατιωτική και εθνικιστική αναπαραγωγή του ισραηλινού κράτους.

Από τη δική μας σκοπιά, δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε κινητοποιήσεις που έχουν καθαρά στρατοπεδικό χαρακτήρα, δηλαδή που τάσσονται ανοικτά υπέρ ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ ενάντια σε κάποιο άλλο. Διαφοροποιούμαστε από κινήσεις που στοχοποιούν μόνο μερικά κράτη ή κεφάλαια όπως το BDS στοχοποιεί αποκλειστικά το Ισραήλ ή όπως διάφοροι ευρωενωσιακοί φιλελεύθεροι οργανισμοί αποκλειστικά τη Ρωσία. Δεν μας αντιπροσωπεύουν αφηγήσεις που εξισώνουν συνολικά τους πληθυσμούς με τα κράτη ή τις ηγεσίες τους. Τέτοιες θέσεις τείνουν να προσωποποιούν σε συγκεκριμένες ομάδες το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, όπως για παράδειγμα οι κινητοποιήσεις ενάντια στους τουρίστες και στα κρουαζιερόπλοια. Το περιεχόμενο της πολιτικής μας κριτικής και δράσης καθορίζεται από την ανάγκη να ενισχυθεί η πραγματικά αντιπολεμική, ταξική, διεθνιστική κατεύθυνση ως η μόνη ρεαλιστική διέξοδος απέναντι στην κλιμακούμενη καπιταλιστική πολεμική σύγκρουση. Και χρησιμοποιούμε τον όρο «πραγματικά» ακριβώς γιατί ορισμένοι, με τρόπο οργουελιανό, οικειοποιούνται τον λόγο της «διεθνιστικής» και «αντιπολεμικής» αλληλεγγύης, την ώρα που στηρίζουν ανοιχτά τον εθνικισμό και παίρνουν θέση υπέρ του ενός ή του άλλου στρατοπέδου του καπιταλιστικού πολέμου.

Στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στην άρνηση της στρατιωτικής θητείας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο Ισραήλ και οπουδήποτε αλλού. Υπερασπιζόμαστε την άρνηση συμμετοχής στον πόλεμο, όχι μόνο ως πράξη συνείδησης, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα ενάντια στην άνοδο της μιλιταριστικής ιδεολογίας που εδραιώνεται στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης.

Σε αυτό το σημείο ολοκληρώνουμε τη σχετικά μακροσκελή εισήγησή μας και ελπίζουμε να γίνει μια ενδιαφέρουσα και παραγωγική συζήτηση.

 

Σημειώσεις

1 Το ΝΟΦ ήταν μια εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση Σλαβομακεδόνων, που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και πολέμησε ως τμήμα του ΔΣΕ.

2 Ο αμερικανικός εξαιρετισμός είναι η εθνικιστική ιδεολογία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατέχουν ένα μοναδικό ρόλο στον κόσμο, λόγω της «ιδιαιτερότητας» της ιστορίας, του πολιτικού συστήματος και των αξιών τους.

3 Αναφορά στην κουλτούρα των διαδικτυακών memes και στην εκτεταμένη χρήση τους από την ακροδεξιά προπαγάνδα.

4 Κοινότητα που συγκροτεί μια ισχυρή ενδοομαδική υπεροχή στη βάση ενός συνδυασμού λατρείας προσωπικοτήτων και ιδιόρρυθμων αντιλήψεων.

5 Ενδεικτικά αναφέρουμε την αφίσα του σωματείου FIOM Γένοβας σε πρόσφατη απεργία για τη Γάζα:

Μπροστά στη σφαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γάζα, δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι. Για αυτό:

  • Ενάντια στη γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας
  • Ενάντια σε όλους τους πολέμους του ιμπεριαλισμού
  • Ενάντια στην αυξανόμενη κούρσα εξοπλισμών και σε ένα κλίμα πολέμου που πλέον εξαπλώνεται παντού
  • Για την ενότητα των Παλαιστίνιων, Ισραηλινών, Αράβων και Ευρωπαίων εργαζομένων

Η FIOM Γένοβας κηρύσσει ΟΚΤΩ ΩΡΕΣ ΑΠΕΡΓΙΑ

Προκήρυξη για την απεργία της 01/10/2025

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΕΞΑΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η επίθεση που δεχόμαστε είναι συνολική και διαρκής. Τα τελευταία 15 χρόνια, η εργασιακή μας δύναμη έχει απαξιωθεί πλήρως: ο μέσος πραγματικός ετήσιος μισθός είναι 32,8% χαμηλότερος σε σχέση με το 2009, 1 στους 3 από εμάς αμείβεται με λιγότερα από τον κατώτατο μισθό και 1 στους 3 αναγκάζεται να δίνει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για ενοίκιο. Η αποκατάσταση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου περνάει από την ακόμα μεγαλύτερη μείωση των μισθών, την επέκταση του εργάσιμου χρόνου και τη συνολική επιδείνωση των όρων της ζωής και της εργασίας μας.

Αυτή η πραγματικότητα έχει οδηγήσει ένα τεράστιο κομμάτι της εργατικής τάξης να δουλεύει όλο και περισσότερες ώρες για να μπορέσει να επιβιώσει – συχνά κατά παράβαση ακόμα και των πενιχρών περιορισμών της απληστίας των καπιταλιστών για υπερεργασία, που προβλέπει το εδώ και χρόνια κουτσουρεμένο εργατικό δίκαιο. Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο με την καθιέρωση του 13ώρου, τη γενικευμένη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας σε ετήσια βάση που φέρνει ουσιαστικά την κατάργηση των υπερωριών, την καθιέρωση υπερωριών ακόμα και στην εκ περιτροπής εργασία, τη δυνατότητα συμβάσεων εργασίας δύο ημερών(!) και την κατάργηση της ενιαίας άδειας διακοπών, έρχεται να κανονικοποιήσει αυτό το απόλυτο ξεχείλωμα που ονομάζουν «ευελιξία» και «ελευθερία της εργασίας». Διαμορφώνεται ένα «πρότυπο» εργαζόμενου που δεν έχει ούτε ωράριο ούτε προσωπική ζωή, είναι πάντα διαθέσιμος στον εργοδότη και ο ελεύθερος χρόνος του είναι απλά ένας μέσος όρος μέσα στον χρόνο. Η υπερεκμετάλλευση κανονικοποιείται, ενώ οι εργοδότες ήδη ζητούν το 16ωρο μέσα στο απεριόριστα τυφλό πάθος και την πείνα δράκου τους για υπερεργασία.

Αυτή η επίθεση, όμως, δεν είναι αποκομμένη από τη συνολική στρατηγική του κεφαλαίου. Η άλλη όψη αυτής της διαδικασίας είναι η ανάδυση της πολεμικής οικονομίας που επίσης αποτελεί μορφή εμφάνισης της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Από τη μία μεριά, η ενίσχυση του μιλιταρισμού και η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας αποτελεί τρόπο επιβολής της εξουσίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία με την πειθάρχηση που επιφέρει. Από την άλλη, ο πόλεμος αποτελεί διέξοδο για την καπιταλιστική συσσώρευση μέσω της καταστροφής σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου: το πλεονάζον προλεταριάτο μετατρέπεται σε κρέας για τα κανόνια. Σήμερα, σε μια περίοδο αναδιάρθρωσης που το κεφάλαιο μεταβαίνει από τη μία κρίση στην άλλη, τα κράτη στρατιωτικοποιούν τις οικονομίες τους. Οι πολεμικές βιομηχανίες καλύπτουν τα χαμένα κέρδη άλλων κλάδων, ενώ η «εθνική ασφάλεια» και ο «εξωτερικός εχθρός» γίνονται το τέλειο πρόσχημα για τη μείωση των μισθών μας με κάθε τρόπο χάριν των «θυσιών» που πρέπει να κάνουμε για την ενίσχυση της «εθνικής άμυνας»: περικοπές σε υγεία, επιδόματα και κοινωνικές υπηρεσίες, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και αυξήσεις-ψίχουλα κάτω από τον πληθωρισμό. Ο ίδιος ο πληθωρισμός, που αποτελεί έκφραση της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και τροφοδοτείται περαιτέρω από την πολεμική οικονομία, λειτουργεί για να υποτιμήσει την εργασία μας, την ίδια στιγμή που αποτελεί πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο και εσόδων για το κράτος.

Στην Ελλάδα, αυτή η πολεμική προετοιμασία είναι ήδη εδώ. Το 13ωρο, τα pushbacks και η ποινικοποίηση των μεταναστών, ο εγκλεισμός τους σε στρατόπεδα, η αυστηροποίηση της στρατιωτικής θητείας και η καταστολή όσων την αρνούνται, αποτελούν κομμάτια της ίδιας διαδικασίας. Προετοιμάζουν το έδαφος είτε για σύγκρουση με την Τουρκία είτε για τη συμμετοχή σε άλλα πολεμικά πεδία για τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου.

Από την άλλη πλευρά, η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση οξύνει τους διακρατικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Η εποχή της «παγκοσμιοποίησης» τελειώνει, ο προστατευτισμός επιστρέφει και οι πολεμικές συγκρούσεις κλιμακώνονται. Σε αυτό το πλαίσιο, η πειθάρχηση της εργασίας και της κοινωνικής ζωής συνολικά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τα αφεντικά.

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Δεν αρκεί να αγωνιστούμε απλώς ενάντια στο παρόν νομοσχέδιο, αλλά είναι αναγκαίο να οργανώσουμε αυτόνομους ταξικούς αγώνες ενάντια σε μια συνολική συνθήκη που μας θέλει μισθωτούς σκλάβους και αναλώσιμους στον καπιταλιστικό πόλεμο. Οι απεργίες και οι αγώνες στους χώρους εργασίας, εκπαίδευσης και στις γειτονιές πρέπει να συνδεθούν με τη μαζική άρνηση στράτευσης, τον αγώνα ενάντια στις φυλακές και στα κέντρα κράτησης μεταναστών και με τη συνολική εναντίωση στη στρατιωτικοποίηση και τον εθνικισμό.

ΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥΜΕ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ, ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ Ο ΕΧΘΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΑ
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Von Gaza zum globalen Konflikt: Kapitalistischer Krieg und internationalistische Solidarität

Übersetzt von Soligruppe für Gefangene

Von Gaza zum globalen Konflikt: Kapitalistischer Krieg und internationalistische Solidarität

Seit mehr als 20 Monaten führt Israel einen beispiellosen Angriff auf die palästinensische Bevölkerung in Gaza. Der Krieg Israels richtet sich bewusst gegen zivile Ziele, nimmt genozidale Ausmaße an und zerstört fast vollständig Infrastruktur, Häuser, Krankenhäuser, Schulen und Menschenleben. Er hat zur massiven Vertreibung von Palästinenser aus ihren Häusern geführt, mit dem Ziel, eine ethnische Säuberung durchzuführen, die die Ausweitung der Siedlungen im Rahmen der Vision eines „Großisraels” erleichtern soll. Gleichzeitig dienen die Militäroperationen Israels in Gaza und in der gesamten Region (Libanon, Syrien, Iran) als Speerspitze für den imperialistischen „westlichen“ Block, um die Machtverhältnisse zu verändern und eine neue Ordnung im Nahen Osten durchzusetzen, die direkt mit dem größeren Konflikt zwischen den imperialistischen Blöcken verbunden ist. Offensichtlich haben diese Militäroperationen Früchte getragen, indem sie die Hisbollah im Libanon geschwächt, zum Sturz Assads beigetragen, den Einfluss Russlands in Syrien verringert und dem Iran schwere Schläge versetzt haben.

Die Ausweitung des Krieges im Nahen Osten: kapitalistische Krise und imperialistische Rivalität

Diese Ausweitung des Krieges im Nahen Osten, mit der aktiven Unterstützung der USA und ihrer direkten Beteiligung am militärischen Konflikt, markiert eine qualitative Eskalation. Die Gefahr eines größeren regionalen und möglicherweise sogar weltweiten Krieges ist jetzt realer denn je, wie der anhaltende Krieg zwischen der Ukraine und Russland, die wachsenden Spannungen im Südchinesischen Meer zwischen China und Taiwan, der Konflikt zwischen Pakistan und Indien, die rasche Aufrüstung der europäischen Länder und die Versuche, den Militarismus und die Militarisierung der Gesellschaft weltweit zu stärken, zeigen. Es ist die kapitalistische Krise, die die zunehmende Rivalität zwischen Staaten und die Eskalation militärischer Konflikte vorantreibt. Krieg dient als „kreative Zerstörung“ und als Mechanismus, um Stagnation zu überwinden und die kapitalistische Herrschaft zu reproduzieren, unter anderem durch die gewaltsame Beseitigung eines überschüssigen Proletariats.

Die Palästinenser in Gaza als überschüssiges Proletariat und die vielen Facetten des anti-palästinensischen Rassismus

Das beschreibt ziemlich genau die Lage der meisten Palästinenser in Gaza. In den 1980er Jahren arbeiteten fast 45 % der Bevölkerung Gazas in Israel in Jobs mit schlechter Bezahlung und ohne Arbeitsrechte. Völlig ohne den Schutz, den die israelische Arbeiterklasse genießt, dienten die Palästinenser als Reservearmee billiger Arbeitskräfte. In den 1990er Jahren wurden palästinensische Arbeiter zunehmend durch Migranten aus Thailand, den Philippinen und Rumänien ersetzt, die heute die am meisten ausgebeutete Arbeitskraft in Israel darstellen und oft noch weniger verdienen als die Palästinenser. Seit 2007, mit der totalen Blockade des Gazastreifens durch Israel und Ägypten und der Verhängung des Ausnahmezustands bis zum 7. Oktober 2023, sank die Zahl der in Israel arbeitenden Bewohner des Gazastreifens auf nur noch 1 % der Bevölkerung. Die Ökonomie des Gazastreifens erlitt massiven Schaden, Importe und Exporte wurden nur noch illegal durch Tunnel an der ägyptischen Grenze abgewickelt, was zu einer Arbeitslosenquote von rund 50 % führte und fast die Hälfte der Bevölkerung des Gazastreifens für ihr Überleben ausschließlich auf humanitäre Hilfsprogramme angewiesen machte. Es ist klar, dass diese Leute sowohl aus Sicht der israelischen Ökonomie als auch im Hinblick auf die Durchsetzung der „nationalen Reinheit” in der Region ein völlig entbehrliches Proletariat sind. Das hat in der israelischen Gesellschaft extremen Rassismus gegen die palästinensische Bevölkerung in Gaza geschürt, der bis zur Entmenschlichung geht. Palästinenser werden als „menschliche Tiere” bezeichnet, und sogar der Präsident Israels, der der Arbeitspartei angehört, erklärte, dass es in Gaza „keine Unschuldigen” gebe. Diese nationalistische Staatsideologie legitimiert das Massaker und den Krieg innerhalb der israelischen Gesellschaft noch mehr, konstruiert die defensive Erzählung, die der Staat Israel braucht, um die militärische Aggression in Gaza zu rechtfertigen, und artikuliert die territorialen Expansionsbestrebungen Israels.

Aber auch in vielen arabischen Ländern gibt es anti-palästinensischen Rassismus. Die meisten palästinensischen Flüchtlinge bleiben in den arabischen Nachbarstaaten ohne Papiere und staatenlos, oft in Flüchtlingslagern ohne Bewegungsfreiheit. Sie werden wie Fremde behandelt, als Belastung für die lokale Ökonomie und als „Fremdkörper“ gegenüber der lokalen Bevölkerung, so wie es heute mit Flüchtlingen auf der ganzen Welt der Fall ist, und dienen als Sündenböcke für soziale Missstände. Darüber hinaus werden sie als destabilisierende Kraft angesehen, da politisch radikalisierte Teile der palästinensischen Flüchtlinge historisch in bewaffnete Konflikte mit den staatlichen Behörden verwickelt waren (z. B. „Schwarzer September“ in Jordanien), sich am Bürgerkrieg im Libanon beteiligt und den Irak während der Invasion Kuwaits unterstützt haben, was nach 1991 zur Vertreibung von 300.000 bis 400.000 Palästinensern aus Kuwait und zu strengeren Einwanderungsbeschränkungen in anderen Golfstaaten führte. Die palästinensischen Proletarier wurden von den arabischen Staaten immer als Schachfiguren und nicht als Menschen auf dem diplomatischen und militärischen Schachbrett des Nahen Ostens behandelt.

In Europa und im weiteren Sinne in der „westlichen” Welt wurde der anti-palästinensische-Rassismus in den letzten Jahren als eine Form des allgemeinen Rassismus gegen Muslime verstärkt, der in den letzten Jahren sowohl durch rechtsextreme „große Austausch“-Theorien als auch durch die moralische Panikmache von Regierungen – sowohl sozialdemokratischen als auch rechten – angesichts der Einwanderung von Muslimen in den Westen systematisch gefördert wurde. Die Unzufriedenheit über den sinkenden Lebensstandard richtet sich so gegen die schwächsten Teile unserer Klasse und lenkt die Wut von den kapitalistischen sozialen Verhältnissen ab. In diesen hasserfüllten rassistischen Narrativen wird Israel als Bollwerk der „westlichen Zivilisation“ gegen die „islamische Barbarei“ dargestellt. Das wirkt paradox, da die rechtsextreme Rhetorik, die der „globalen Elite“ Pläne zur „Bevölkerungsersetzung“ unterstellt, strukturell antisemitisch ist. Im Gegensatz dazu fehlt der Solidarität mit den Palästinensern, die auch in den progressivsten sozialen Gruppen gewachsen ist, oft der Klasseninhalt und sie basiert auf einer reaktionären Mythologie über den revolutionären Charakter der Hamas und ihrer verbündeten Organisationen, die in Wirklichkeit nationalistische und kapitalistische Unterdrückungspolitik betreiben, oft eng verbunden mit einer religiösen Staatsideologie. Wir haben gesehen, wie sich diese Position mit der offenen Unterstützung von Staaten wie dem Iran und Russland, also der Unterstützung eines imperialistischen Lagers, weiterentwickelt hat. Was die Hamas betrifft, so besteht kein Zweifel daran, dass sie das politische und militärische Personal eines Teils der palästinensischen herrschenden Klasse ist, der in Gaza die Macht ausübte. Als solche war sie an der Ausbeutung des palästinensischen Proletariats beteiligt, sowohl als Arbeitskraft – durch die Erhebung von Steuern und Zöllen auf den Handel durch die Tunnel – als auch durch die Abschöpfung von Einnahmen aus der Verwaltung der „humanitären Hilfe“ für die Bedürfnisse der Bevölkerung und durch die finanzielle Unterstützung durch den Iran und Katar. Die Hamas und ihre verbündeten Organisationen haben das Monopol auf Gewalt und Waffen, im Gegensatz zu jeder Art von revolutionärer Klassengewalt. Andererseits ist die große Mehrheit der Bevölkerung in Gaza immer noch ein entbehrlicher Überschussproletariat, Kanonenfutter.

Die Hamas und die Falle des „antiimperialistischen“ Campismus

Auf dieser Grundlage war der Angriff der Hamas und ihrer Verbündeten in Israel am 7. Oktober ein Kriegshandlung der bis dahin de facto bestehenden Staatsmacht in Gaza. Es war kein Akt des Widerstands einer Bewegung und hatte keinen proletarischen oder revolutionären Charakter. Er kann weder als Vorbild noch als Kompass für proletarische Kämpfe dienen. Sein Hauptziel war es, die Situation, die sich mit den Abraham-Abkommen abzeichnete, umzukehren und das geopolitische Gleichgewicht im Nahen Osten zu verändern. Zweitens hat sie vorübergehend dazu gedient, die interne Legitimitätskrise der Hamas in Gaza anzugehen, wie die jüngsten Massendemonstrationen gegen die Hamas gezeigt haben. Angesichts des Ergebnisses, d. h. der absolut grausamen Reaktion des israelischen Staates, hat der Angriff den Interessen und Bedürfnissen der palästinensischen Bevölkerung, die bereits unter Apartheid und Vertreibung durch den israelischen Staat lebte, nicht gedient – und konnte dies auch gar nicht. Er zielte gleichermaßen auf militärische und nichtmilitärische Ziele und versuchte, die feindliche Bevölkerung zu terrorisieren, wie jede staatliche Militäraktion, wenn auch in viel kleinerem Maßstab. Aber Leichen zu zählen und Massaker zu vergleichen, ist einer proletarischen Perspektive fremd. Die überwiegende Mehrheit der Toten im kapitalistischen Krieg sind unsere eigenen Toten.

Griechenland auf der Seite Israels: ökonomische Interessen und geopolitische Rivalitäten

Wie bereits erwähnt, ist der Gaza-Krieg Teil eines größeren imperialistischen Konflikts. Der griechische Staat verwickelt uns bereits voll in diesen Konflikt, indem er die Militärausgaben erhöht, Einrichtungen zur Verfügung stellt und sich aktiv an den Schlachtplänen des „westlichen“ Blocks beteiligt. Einerseits gibt es unmittelbare ökonomische Gründe, warum die griechische Regierung Israel unterstützt: die Zusammenarbeit zwischen griechischem und israelischem Kapital, von Rüstung (INTRACOM Defense) bis hin zu Immobilien, vom Projekt einer Stromverbundleitung zwischen Griechenland, Zypern und Israel bis hin zu vielen anderen sektoralen Kooperationen. Noch wichtiger ist das Bündnis zwischen Griechenland und Israel gegen die wachsende geopolitische Macht der Türkei. In diesem Zusammenhang hat sich eine informelle Front zwischen Griechenland, Zypern und Israel gebildet, mit gemeinsamen Militärmanövern, (abgeworfenen) Plänen zum Bau einer Erdgas-Pipeline (EastMed), die die russischen Verteilungsnetze umgehen würde, Informationsaustausch, diplomatischer Koordination bei der Festlegung von ausschließlichen Wirtschaftszonen usw. Auf der anderen Seite gibt es den größeren Kontext des Wettbewerbs zwischen den „westlichen“ imperialistischen Blöcken und den sogenannten „eurasischen“ Blöcken. Dazu gehört der Plan zur Verbindung von Indien, dem Nahen Osten und Europa (IMEC), der Seewege wie den Suezkanal, die Straße von Bab el-Mandeb und möglicherweise sogar die Straße von Hormus umgehen und damit den Staaten, die sie derzeit kontrollieren, geopolitische Macht entziehen würde. Dieser Plan wird von den USA, der Europäischen Union, Saudi-Arabien, den Vereinigten Arabischen Emiraten und Indien unterstützt. Auch wenn dieser Plan nicht klappt, wie es bei solchen Plänen oft der Fall ist, ist er eine Möglichkeit, geopolitischen Einfluss auf die beteiligten Parteien auszuüben.

Von der Krise der „Globalisierung” zu Staatskapitalismus und Kriegsökonomie

Die Unterstützung Griechenlands für Israel hängt nicht nur mit den direkten ökonomischen Interessen des griechischen Kapitals oder den unmittelbaren geopolitischen Interessen des griechischen Staates zusammen. Vielmehr spiegelt sie umfassendere Veränderungen sowohl im globalen System der kapitalistischen Staaten-Nation als auch in den Akkumulationsregimen innerhalb der ökonomisch fortgeschrittenen nationalen Gesellschaftsformationen wider. Die kapitalistische Krise seit 2008 ist auch eine Krise des „Globalisierungsmodells”, die sich in einem Wiederaufleben des Protektionismus mit der Einführung und Erhöhung von Zöllen auf den internationalen Handel zeigt. Diese neue Ära des Protektionismus geht einher mit einer Zunahme staatlicher Interventionen, was auf das Aufkommen einer neuen Form des „Staatskapitalismus“ hindeutet, der durch Kriegsökonomie und erhebliche Investitionen aus den sogenannten „Staatsfonds“ gekennzeichnet ist, die in den letzten Jahren enorm gewachsen sind. Die Großmächte entwickeln Planungssysteme, um ihre ökonomische und militärische Macht zu stärken, die marktregulierten globalen Ökonomiebeziehungen zu ersetzen und eine neue Phase der kapitalistischen Reproduktion einzuleiten.

Dies ist auch die Grundlage für die Verschärfung der imperialistischen Rivalitäten und militärischer Konflikte um Land, Ressourcen und Arbeitskräfte. Dies ist auch der Grund für den Konsens aller Parteien (mit Ausnahme der Kommunistischen Partei Griechenlands) über die Erhöhung der Militärausgaben im Rahmen des Programms „ReArm Europe“. Die Hauptblöcke in der neuen Eskalation des Konflikts um Rohstoffe, Märkte, technologische Führungspositionen, Einflussbereiche und kulturelle Hegemonie sind auf der einen Seite die USA als bestehende Hegemonialmacht und auf der anderen Seite China als aufstrebende imperialistische Macht mit globalen hegemonialen Ambitionen. Die USA werden von den wichtigsten Mächten der Europäischen Union, Japan, Großbritannien und Australien sowie von Israel und Saudi-Arabien unterstützt. Auf der anderen Seite stehen Russland, Belaurs, Iran und Nordkorea, die sich mit China verbündet haben. Andere mächtige Länder des „globalen Südens“ – Indien, Brasilien, Indonesien und Südafrika – haben sich noch nicht endgültig für einen der beiden Blöcke entschieden. In diesem Konflikt steht Griechenland auf der Seite des „westlichen“ imperialistischen Blocks und unterstützt ihn. Außerdem will es durch seine Beteiligung an diesem Konflikt seine regionale Position und Macht verbessern, zum Beispiel durch die mögliche Einrichtung einer größeren ausschließlichen Wirtschaftszone (AWZ), wie die Präsenz von Kriegsschiffen im libyschen Meer zeigt. Natürlich sind diese Formationen nicht monolithisch und schließen eine Zusammenarbeit zwischen Ländern verschiedener Blöcke nicht aus. Schließlich handelt es sich um „feindliche Brüder“: Konkurrenz schließt Zusammenarbeit nicht aus, die wiederum von einem bewaffneten Konflikt gefolgt sein kann.

Gegen „Campismus“: eine internationalistische Antwort der Arbeiterklasse auf den kapitalistischen Krieg

Wenn wir uns jetzt nicht mit allen Mitteln gegen diese Eskalation des Krieges wehren, stehen wir bald mit dem Rücken zur Wand. Aus der Perspektive der Interessen der Arbeiterklasse gibt es keine „gerechten“ oder „defensiven“ Kriege. Solche Unterscheidungen sind eine Täuschung, die den Konflikt zwischen nationalen Kapitalen und imperialistischen Blöcken um die Kontrolle über Kapitalmärkte und Rohstoffe, Einflussbereiche und billige Arbeitskräfte verschleiern. Jede in einen Krieg verwickelte Seite stellt ihre Rolle als „defensiv“ und „gerecht“ dar. Ein Sieg des schwächeren Staates macht ihn stärker und der Teufelskreis beginnt von vorne, wie die Geschichte gezeigt hat. Die Niederlage einer stärkeren Staatsmacht bedeutet zwangsläufig die Stärkung des gegnerischen Nation-Staates und die Mobilisierung der Bevölkerung um ihn herum. Jeder Klassenwiderstand muss niedergeschlagen werden, um sozialen Frieden und nationale Einheit durchzusetzen.

In der Vergangenheit wurde die Unterstützung „schwacher“ Nationalismen und ihrer jeweiligen Staaten hinter der Stärkung des sogenannten sozialistischen Lagers versteckt. Heute, wo selbst dieser Anspruch nicht mehr besteht, wird die Kritik am Kapitalismus zugunsten kultureller Unterscheidungen zwischen West und Ost oder Nord und Süd aufgegeben, die von der „antikolonialen“ Ideologie und der zeitgenössischen Identitätspolitik propagiert werden. Diese Unterscheidung ist eindeutig irrational, mythisch und reaktionär, da der Kapitalismus ein universelles und globales System ist: „Er hat den ganzen Planeten zu seinem Operationsfeld gemacht”, auch wenn religiöse, ethnische und nationale Unterdrückung natürlich weiterhin existieren und kein „Privileg” bestimmter Staaten sind. Die alte und spektakuläre Pseudodichotomie „Kapitalismus versus Sozialismus“ wurde durch eine neue ersetzt, die jeglichen Anspruch auf soziale Emanzipation vermissen lässt, wie die „anti-imperialistische“ Unterstützung für den Iran, Russland oder China zeigt, abgesehen von der Beschwörung einer hohlen „Stufentheorie“. Die Unterstützung eines imperialistischen Lagers (A.d.Ü., Camp), also Campismus, ist Teil der anti-imperialistischen Ideologie, weil sie eine Analyse von oben nach unten liefert, die sich auf Konflikte zwischen Staaten konzentriert, anstatt eine proletarische Perspektive, die im globalen Konflikt zwischen Kapital und Proletariat verwurzelt ist. Die Unterstützung der Kräfte der „anderen Seite“ und der mit ihnen verbundenen nationalen Befreiungsbewegungen kann nicht einmal den Sturz des Imperialismus bewirken, der dem Kapitalismus innewohnt. Objektiv ebnet die politische Position, eine imperialistische Seite zu unterstützen, den Weg für eine umfassendere Militarisierung der Gesellschaft und für kapitalistische Kriege. Anti-Imperialisten gehen sogar so weit, die Atomprogramme vermeintlich „schwacher Staaten“ zu unterstützen, was zur Eskalation des kapitalistischen Krieges und zur totalen Zerstörung führen kann.

Der einzige Ausweg aus der Kriegsspirale ist die internationalistische Aktion der Arbeiterklasse mit einem klaren antikapitalistischen Charakter. Wir weigern uns, Komplizen irgendeiner Armee und irgendeines Staates zu sein. Wir werden keine der Kriegsparteien unterstützen. Die einzige Lösung gegen den Krieg ist die autonome Organisation der Klasse, die gegen das Kapital und den Staat in unserem eigenen Land kämpft, und die praktische Unterstützung derjenigen, die sich weigern, Militärdienst zu leisten. Das bedeutet auch, Deserteure und Kriegsdienstverweigerer aus der „anderen Seite” zu unterstützen und praktische Solidarität mit politischen und sozialen Gruppen zu zeigen, die gegen den kapitalistischen Krieg in Russland, der Ukraine, Israel, Palästina, Iran und überall sonst kämpfen. Anstelle dieser Praxis, die die Mindestvoraussetzung dafür ist, dass wir nicht zu Kanonenfutter des Kapitals werden, erleben wir inakzeptable Verleumdungen wegen „Kollaboration“ und „Landesverrat“ gegen anarchistische und kommunistische Gefährtinnen und Gefährten und ganz allgemein gegen Kollektive der Arbeiterklasse (zum Beispiel im Iran).

Gerade in diesem Zusammenhang müssen wir unsere Solidarität mit den – zugegebenermaßen wenigen – Kriegsdienstverweigerern in Israel sowie mit den Kräften innerhalb Israels bekunden, die sich dem Genozid in Gaza widersetzen. Die Identifikation der gesamten Bevölkerung mit ihrem Staat ist falsch, wie die Tatsache zeigt, dass 100.000 Reservisten nach der Verletzung der Waffenruhe durch den israelischen Staat nicht zum Militärdienst erschienen sind. Vorfälle von israelischem nationalistischem Hass müssen bekämpft werden, wenn sie auftreten. Die Logik der wahllosen Angriffe auf israelische Touristen ist rassistisch, da sie die gesamte Bevölkerung kollektiv verantwortlich macht und gleichzeitig die ohnehin schwache Kriegsgegnerbewegung innerhalb Israels schwächt.

Wir sind gegen den kapitalistischen Krieg und jede Beteiligung des griechischen Staates daran, gegen die Militarisierung der Gesellschaft und die Erhöhung der Militärausgaben auf Kosten der Sozialleistungen. Wir kämpfen für die Schaffung einer internationalistischen proletarischen Bewegung, die sich nicht den nationalen Interessen, dem Staat und dem Kapital unterwirft, und bekunden unsere praktische Solidarität mit den proletarischen und politischen Gruppen – kommunistischen und anarchistischen –, die in den vom Krieg zerstörten Ländern kämpfen. Unser Ziel ist es, Verbindungen und Kommunikation mit den internationalistischen Proletariern aufzubauen. Nur durch die globale Einheit des Proletariats können wir diese von den Staaten und dem Kapital aufgezwungene Barbarei überwinden. Wir dürfen uns nicht in die Ecke drängen lassen, sondern müssen den kapitalistischen Krieg beenden, indem wir gegen diejenigen kämpfen, die ihn verursachen. Unser Krieg ist weder national noch religiös. Es ist ein sozialer und antistaatlicher Klassenkrieg.

Internationalistische Vollversammlung gegen den Krieg

De Gaza al conflicto global: Guerra capitalista y solidaridad internacionalista

Gaza: de un ataque genocida a desplazamientos masivos y limpieza étnica

 

Traducción: Biblioteca Autónoma Laín Díez (Chile)

 

Durante más de 20 meses, Israel ha lanzado un ataque sin precedentes contra la población palestina de Gaza. La guerra librada por Israel se dirige deliberadamente contra objetivos civiles, adquiriendo proporciones genocidas y destruyendo casi por completo infraestructuras, viviendas, hospitales, escuelas y vidas humanas. Ha provocado el desplazamiento masivo de palestinos de sus hogares, con el objetivo final de llevar a cabo una limpieza étnica que facilite la expansión de los asentamientos bajo la visión de establecer un “Gran Israel”. Simultáneamente, las operaciones militares de Israel en Gaza y en la región en general (Líbano, Siria, Irán) sirven de punta de lanza para que el bloque imperialista “occidental” cambie la dinámica de poder e imponga un nuevo orden en Medio Oriente, directamente vinculado al conflicto más amplio entre bloques imperialistas. Evidentemente, estas operaciones militares han dado sus frutos, debilitando a Hezbolá en el Líbano, contribuyendo a la caída de Assad, disminuyendo la influencia de Rusia en Siria y asestando importantes golpes a Irán.

La expansión de la guerra en Medio Oriente: crisis capitalista y rivalidad imperialista

Esta expansión de la guerra en Medio Oriente, con el apoyo activo de Estado Unidos y su participación directa en el conflicto militar, marca una escalada cualitativa. El peligro de una guerra regional más amplia y, posiblemente, mundial es ahora más real que nunca, como lo demuestran la continua guerra entre Ucrania y Rusia, la creciente tensión en el Mar del Sur de China entre China y Taiwán, el conflicto entre Pakistán y la India, el rápido rearme de los países europeos y el intento de fortalecer el militarismo y la militarización de la sociedad en todo el mundo. Es la crisis capitalista la que impulsa el aumento de la rivalidad interestatal y la escalada de los conflictos militares. La guerra actúa como “destrucción creativa” y como mecanismo para superar el estancamiento y reproducir la dominación capitalista, entre otras cosas, mediante la limpieza violenta de un proletariado excedente.

Los palestinos de Gaza como proletariado excedente y las múltiples facetas del racismo antipalestino

Esto describe con precisión la condición de la abrumadora mayoría de la población palestina de Gaza. En la década de 1980, casi el 45% de la población de Gaza trabajaba en Israel en empleos mal pagados y sin derechos laborales. Completamente privados de las protecciones otorgadas a la clase trabajadora israelí, los palestinos servían como ejército de reserva de mano de obra barata. Durante la década de 1990, los trabajadores palestinos fueron reemplazados cada vez más por migrantes de Tailandia, Filipinas y Rumania, que hoy representan la mano de obra más explotada en Israel, a menudo ganando incluso menos que los palestinos. Desde 2007, con el bloqueo total de Gaza por parte de Israel y Egipto, y el establecimiento de un estado de sitio, hasta el 7 de octubre de 2023, el número de residentes de Gaza que trabajaban en Israel se redujo a sólo el 1% de la población. La economía de Gaza sufrió un daño masivo, con importaciones y exportaciones realizadas sólo ilegalmente a través de túneles en la frontera egipcia, lo que llevó a una tasa de desempleo en torno al 50% y a que casi la mitad de la población de Gaza dependiera exclusivamente de programas de ayuda humanitaria para sobrevivir. Es evidente que esta población representa un proletariado excedente totalmente desechable tanto desde la perspectiva de la economía israelí como de la imposición de la “pureza nacional” en la región. Esto ha fomentado un racismo extremo contra la población palestina de Gaza dentro de la sociedad israelí, llegando al punto de deshumanización. Los palestinos son etiquetados como “animales humanos”, e incluso el presidente de Israel, afiliado al Partido Laborista, declaró que en Gaza “no hay inocentes”. Esta ideología nacionalista de Estado legitima aún más la masacre y la guerra dentro de la sociedad israelí, construye la narrativa defensiva que el Estado de Israel necesita para justificar la agresión militar en Gaza y articula las ambiciones expansionistas territoriales de Israel.

Sin embargo, el racismo antipalestino también existe en muchos países árabes. La mayoría de los refugiados palestinos permanecen indocumentados y apátridas en los Estados árabes vecinos, a menudo confinados en campos de refugiados sin libertad de movimiento. Son tratados como forasteros, como una carga para la economía local y como un “cuerpo extraño” frente a la población local, como ocurre hoy con los refugiados en todo el mundo, sirviendo como chivos expiatorios de los males sociales. Además, son vistos como una fuerza desestabilizadora, con segmentos políticamente radicalizados de refugiados palestinos históricamente involucrados en conflictos armados con las autoridades estatales (por ejemplo, “Septiembre Negro” en Jordania), participando en la guerra civil del Líbano, y apoyando a Irak durante la invasión de Kuwait, lo que resultó en el desplazamiento de entre 300.000 a 400.000 palestinos de Kuwait después de 1991 y restricciones migratorias más estrictas en otros Estados del Golfo. Los proletarios palestinos han sido tratados sistemáticamente por los Estados árabes como peones y no como seres humanos en el tablero diplomático y militar de Medio Oriente.

En Europa y, más ampliamente, en el mundo “occidental”, el racismo antipalestino se ha visto reforzado en los últimos años como una versión de un racismo más amplio contra los musulmanes, promovido sistemáticamente en los últimos años tanto por las teorías de extrema derecha del “gran reemplazo”, como por el pánico moral cultivado por los gobiernos —tanto socialdemócratas como de derechas— ante la entrada de musulmanes en Occidente. El descontento por el declive del nivel de vida se dirige así hacia los segmentos más vulnerables de nuestra clase, desviando la ira de las relaciones sociales capitalistas. En estas odiosas narrativas racistas se presenta a Israel como un baluarte de la “civilización occidental” contra la “barbarie islámica”. Esto parece paradójico, dado que la retórica de extrema derecha que atribuye los planes de “sustitución de población” a la “élite global” es estructuralmente antisemita. Por el contrario, la solidaridad con los palestinos, que también ha crecido dentro de los grupos sociales más progresistas, frecuentemente carece de contenido de clase y se articula sobre la base de una mitología reaccionaria acerca del carácter revolucionario de Hamás y sus organizaciones aliadas, que en realidad representan políticas de opresión nacionalistas y capitalistas, a menudo estrechamente vinculadas a una ideología religiosa estatista. Hemos visto cómo esta posición se desarrollaba aún más con el apoyo abierto de Estados como Irán y Rusia, es decir, el apoyo de uno de los campos imperialistas. En cuanto a Hamás, no cabe duda de que es el personal político y militar de una sección de la clase dominante palestina que ejercía el poder en Gaza. Como tal, participó en la explotación del proletariado palestino tanto como fuerza de trabajo —mediante la imposición de impuestos y aranceles sobre el comercio realizado a través de los túneles— como mediante la extracción de ingresos procedentes de la gestión de la “ayuda humanitaria” para las necesidades de la población y el apoyo financiero de Irán y Qatar. Hamás y sus organizaciones afiliadas tienen el monopolio de la violencia y las armas, en contraste con cualquier tipo de violencia revolucionaria de clase. Por otra parte, la gran mayoría de la población de Gaza sigue siendo un proletariado excedente desechable; carne de cañón.

Hamás y la trampa del campismo “antiimperialista”

Sobre esta base, el ataque del 7 de octubre de Hamás y sus colaboradores en Israel fue un acto de guerra por parte de lo que hasta entonces había sido la autoridad estatal de facto en Gaza. No fue un acto de resistencia por parte de un movimiento, ni tuvo un carácter proletario o revolucionario. No puede servir de modelo ni de brújula para las luchas proletarias. Su objetivo principal era invertir la situación que se estaba configurando con los Acuerdos de Abraham y alterar el equilibrio geopolítico en Medio Oriente. En segundo lugar, sirvió temporalmente para abordar la crisis de legitimidad interna de Hamás en Gaza; como demostraron las recientes manifestaciones masivas contra Hamás. Considerando el resultado, es decir, la respuesta absolutamente atroz del Estado israelí, el ataque no sirvió —ni podría haber servido— a los intereses y necesidades de la población palestina, que ya vivía en condiciones de apartheid y desplazamiento por parte del Estado israelí. Apuntó a objetivos militares y no militares por igual e intentó aterrorizar a la población enemiga, como cualquier acción militar estatal, aunque a una escala mucho menor. Sin embargo, contar cadáveres y comparar masacres es ajeno a cualquier perspectiva proletaria. La inmensa mayoría de los muertos en la guerra capitalista son nuestros propios muertos.

Grecia del lado de Israel: intereses económicos y rivalidades geopolíticas

Como ya se ha mencionado, la guerra de Gaza forma parte de un conflicto imperialista más amplio. El Estado griego ya nos está involucrando de lleno dentro de este conflicto, aumentando el gasto militar, proporcionando instalaciones y participando activamente en los planes de batalla del bloque “occidental”. Por un lado, hay razones económicas inmediatas por las que el gobierno griego apoya a Israel: la cooperación entre el capital griego e israelí desde armamento (INTRACOM Defense) hasta bienes raíces y desde el proyecto de interconexión eléctrica Grecia-Chipre-Israel hasta muchas otras colaboraciones sectoriales. Aún más importante es la alianza entre Grecia e Israel contra el creciente poder geopolítico de Turquía. En este contexto, se ha formado un frente informal Grecia-Chipre-Israel con ejercicios militares conjuntos, planes (abortados) para construir un gasoducto de gas natural (EastMed) que sortearía las redes de distribución rusas, intercambio de información, coordinación diplomática sobre la definición de Zonas Económicas Exclusivas, etc. Por otro lado, está el contexto más amplio de la competencia entre los bloques imperialistas “occidentales” y los llamados “euroasiáticos”. Esto incluye el plan para conectar India, Medio Oriente y Europa (IMEC), que evitará rutas marítimas como el Canal de Suez, el Estrecho de Bab el-Mandeb y potencialmente incluso el Estrecho de Ormuz, quitando poder geopolítico a los Estados que actualmente los controlan. Este plan cuenta con el apoyo de Estados Unidos, la Unión Europea, Arabia Saudí, los Emiratos Árabes Unidos e India. Aunque este plan no tenga éxito, como suele ocurrir con este tipo de planes, es un método para ejercer influencia geopolítica sobre las partes implicadas.

De la crisis de la “globalización” al capitalismo de Estado y la economía de guerra

El apoyo de Grecia a Israel no está relacionado únicamente con los intereses económicos directos del capital griego o con los intereses geopolíticos inmediatos del Estado griego. Más bien, refleja cambios más amplios tanto en el sistema global de Estados-nación capitalistas como en los regímenes de acumulación dentro de las formaciones sociales nacionales económicamente avanzadas. La crisis capitalista desde 2008 también ha sido una crisis del modelo de “globalización”, evidenciada por el resurgimiento del proteccionismo, con la imposición y el aumento de aranceles al comercio internacional. Esta nueva era de proteccionismo coincide con un aumento de la intervención estatal, lo que señala el surgimiento de una nueva forma de “capitalismo de Estado”, caracterizado por economías de guerra y significativas inversiones desde los llamados “fondos soberanos de riqueza”, que se han expandido enormemente en los últimos años. Las grandes potencias están desarrollando sistemas de planificación destinados a aumentar su poder económico y militar, reemplazando los vínculos económicos mundiales regulados por el mercado e inaugurando una nueva fase de reproducción capitalista.

Esta es también la base de la intensificación de la rivalidad imperialista y de los conflictos militares para asegurarse tierras, recursos y mano de obra. Esta es también la razón del consenso entre todos los partidos (excepto el Partido Comunista Griego) sobre el aumento del gasto militar en el marco del programa ReArm Europe. Los principales bloques en la nueva escalada del conflicto por las materias primas, los mercados, el liderazgo tecnológico, las esferas de influencia y la hegemonía cultural son, por un lado, Estados Unidos como potencia hegemónica existente y, por otro, China como potencia imperialista emergente con ambiciones de hegemonía global. Estados Unidos cuenta con el apoyo de las principales potencias de la Unión Europea, Japón, Reino Unido y Australia, junto con Israel y Arabia Saudí; opuestos a ellos, alineados con China, están Rusia, Bielorrusia, Irán y Corea del Norte. Otros poderosos países del “Sur Global” —India, Brasil, Indonesia y Sudáfrica— aún no se han alineado definitivamente con ninguno de los dos bloques. En este conflicto, Grecia se alinea con el bloque imperialista “occidental” y lo apoya. Además, con su participación en este conflicto, pretende mejorar su posición y poder regionales, por ejemplo, mediante el posible establecimiento de una Zona Económica Exclusiva (ZEE) más amplia, como lo demuestra la presencia de buques de guerra en el mar de Libia. Por supuesto, estas formaciones no son monolíticas y no excluyen la cooperación entre países pertenecientes a bloques diferentes. Al fin y al cabo, se trata de “hermanos enemigos”: la competencia no excluye la cooperación, que puede ir seguida de un conflicto armado.

Contra el “campismo”: una respuesta de clase internacionalista a la guerra capitalista

Si no resistimos ahora por todos los medios posibles a esta escalada bélica, pronto nos encontraremos entre la espada y la pared. Desde la perspectiva de los intereses proletarios, no existen guerras “justas” o “defensivas”. Tales distinciones son una mistificación que oculta el conflicto entre capitales nacionales y bloques imperialistas por el control de los mercados de capitales y materias primas, esferas de influencia y mano de obra barata. Cada parte envuelta en una guerra presenta su propio papel como “defensivo” y “justo”. Una victoria del Estado más débil lo hace más fuerte, reiniciando de nuevo el círculo vicioso, como lo ha demostrado la experiencia histórica. La derrota de un poder estatal más fuerte implica necesariamente el fortalecimiento del Estado-nación oponente y la movilización de la población en torno a él. Cualquier resistencia de clase debe ser aplastada para imponer la paz social y la unidad nacional.

En el pasado, el apoyo a los nacionalismos “débiles” y a sus respectivos Estados se disimulaba tras el fortalecimiento del llamado campo socialista. Hoy, ausente incluso esta pretensión, se abandona la crítica al capitalismo en favor de las distinciones culturales entre Occidente y Oriente o Norte y Sur, proclamadas por la ideología “anticolonial” y las políticas identitarias contemporáneas. Esta distinción es claramente irracional, mítica y reaccionaria, ya que el capitalismo es un sistema universal y global: “[ha] convertido todo el planeta en su campo de operaciones”, aunque la opresión religiosa, étnica y nacional obviamente sigue existiendo y no es “privilegio” de Estados específicos. La antigua y espectacular pseudo dicotomía, capitalismo versus “socialismo”, ha sido reemplazada por una nueva, desprovista de toda pretensión de emancipación social, como lo ejemplifica el apoyo “antiimperialista” a Irán, Rusia o China, salvo por la invocación de una hueca “teoría de las etapas”. El apoyo a un campo imperialista, o campismo, es inherente a la ideología antiimperialista porque proporciona un análisis de arriba hacia abajo enfocado en los conflictos entre Estados, en lugar de una perspectiva proletaria arraigada en el conflicto global entre el capital y el proletariado. El apoyo a las fuerzas del “otro bando” y a los movimientos de liberación nacional asociados a ellas ni siquiera puede provocar el derrocamiento del imperialismo, que es inherente al capitalismo. Objetivamente, la posición política de apoyar a un bando imperialista allana el camino para la militarización más amplia de la sociedad y la guerra capitalista. Los antiimperialistas llegan incluso a apoyar los programas nucleares de supuestos “Estados débiles”, lo que puede conducir a la culminación de la guerra capitalista y a la destrucción total.

La única salida a la espiral bélica es la acción proletaria internacionalista con un claro carácter anticapitalista. Nos negamos a ser cómplices de cualquier ejército y de cualquier Estado. No apoyaremos a ninguno de los bandos en guerra. La única solución frente a la guerra es la organización autónoma de clase que lucha contra el capital y el Estado en nuestro propio país y el apoyo práctico a los que se niegan a hacer el servicio militar. También implica el apoyo a los desertores y objetores de conciencia del “otro bando”, así como la solidaridad práctica con los colectivos políticos y sociales que luchan contra la guerra capitalista en Rusia, Ucrania, Israel, Palestina, Irán y en todas partes. En lugar de esta práctica, que es la condición mínima necesaria para no convertirnos en carne de cañón del capital, presenciamos calumnias inaceptables sobre el “colaboracionismo” y la “traición nacional” contra los camaradas anarquistas y comunistas y, más ampliamente, contra los colectivos de la clase trabajadora (por ejemplo, en Irán).

Precisamente en este contexto, debemos expresar nuestra solidaridad con los —ciertamente escasos— objetores de conciencia en Israel, así como con aquellas fuerzas dentro de Israel que se resisten al genocidio que se está llevando a cabo en Gaza. La identificación de toda la población con su Estado es falsa, como demuestra el hecho de que 100.000 reservistas no se presentaran a filas tras la ruptura del alto el fuego por parte del Estado israelí. Hay que confrontar los incidentes de odio nacionalista israelí cuando ocurran. La lógica de los ataques indiscriminados contra turistas israelíes es racista, ya que atribuye la responsabilidad colectiva a toda la población, a la vez que debilita la ya débil corriente de oposición a la guerra dentro de Israel.

Estamos en contra de la guerra capitalista y de cualquier implicación del Estado griego en ella, en contra de la militarización de la sociedad y del aumento del gasto militar que se produce a expensas del salario social. Luchamos por la creación de un movimiento proletario internacionalista que no se someta a los intereses nacionales, al Estado y al capital, expresando solidaridad práctica con los colectivos proletarios y políticos —comunistas y anarquistas— que luchan en los países devastados por la guerra. Nuestro objetivo es construir lazos y comunicación con los proletarios internacionalistas. Sólo a través de la unidad global del proletariado podremos derrocar esta barbarie impuesta por los Estados y el capital. No debemos dejarnos arrinconar, sino acabar con la guerra capitalista luchando contra quienes la provocan. Nuestra guerra no es nacional ni religiosa. Es una guerra de clases social y antiestatal.

Asamblea Internacionalista contra la Guerra

From Gaza to Global Conflict: Capitalist War and Internationalist Solidarity

From Gaza to Global Conflict: Capitalist War and Internationalist Solidarity

Gaza: From a genocidal attack to mass displacement and ethnic cleansing

For more than 20 months, Israel has launched an unprecedented assault on the Palestinian population in Gaza. The war waged by Israel deliberately targets civilians, taking on genocidal proportions and nearly completely destroying infrastructure, homes, hospitals, schools, and human lives. It has led to the mass displacement of Palestinians from their homes, aiming ultimately at ethnic cleansing to facilitate settlement expansion under the vision of establishing a “Greater Israel.” Simultaneously, Israel’s military operations in Gaza and the broader region (Lebanon, Syria, Iran) serve as the spearhead for the “Western” imperialist bloc to shift power dynamics and impose a new order in the Middle East, directly linked to the broader conflict between imperialist blocs. Evidently, these military operations have borne fruit, weakening Hezbollah in Lebanon, contributing to Assad’s fall, diminishing Russia’s influence in Syria, and delivering major blows to Iran.

The expansion of war in the Middle East: Capitalist Crisis and Imperialist Rivalry

This expansion of the war in the Middle East, with the active support of the US and its direct involvement in the military conflict, marks a qualitative escalation. The danger of a wider regional and, possibly, global war is now more real than ever, as highlighted by the continuing war between Ukraine and Russia, the growing tension in the South China Sea between China and Taiwan, the Pakistan-India conflict, the rapid rearmament of European countries, and the attempt to strengthen militarism and the militarization of society throughout the world. It is the capitalist crisis driving heightened inter-state rivalry and escalating military conflicts. War acts as “creative destruction” and as a mechanism to overcome stagnation and reproduce capitalist domination, among other things, through the violent cleansing of a surplus proletariat.

The Palestinians of Gaza as surplus proletariat and the multiple facets of anti-Palestinian racism

This precisely describes the condition of the overwhelming majority of Gaza’s Palestinian population. In the 1980s, nearly 45% of Gaza’s population worked in Israel in low-wage jobs without labor rights. Completely deprived of the protections granted to the Israeli working class, Palestinians served as a reserve army of cheap labor. During the 1990s, Palestinian workers were increasingly replaced by migrants from Thailand, the Philippines, and Romania, who today represent the most exploited labor force in Israel, often earning even less than Palestinians did. From 2007, with the total blockade of Gaza by Israel and Egypt, and the establishment of a siege regime, up until October 7, 2023, the number of Gaza residents working in Israel was reduced to just 1% of the population. Gaza’s economy suffered massive damage, with imports and exports conducted only illegally through tunnels at the Egyptian border, leading to an unemployment rate around 50% and nearly half of Gaza’s population dependent solely on humanitarian aid programs for survival. Clearly, this population represents an entirely disposable surplus proletariat from both the perspective of the Israeli economy and the enforcement of “national purity” in the region. This has fostered extreme racism against Gaza’s Palestinian population within Israeli society, reaching a point of dehumanization. Palestinians are labeled as “human animals,” and even Israel’s president, affiliated with the Labor Party, declared that in Gaza “there are no innocents.” This nationalist state ideology further legitimizes the massacre and war within Israeli society, constructs the defensive narrative the state of Israel needs to justify military aggression in Gaza, and articulates Israel’s territorial expansionist ambitions.

However, anti-Palestinian racism also exists in many Arab countries. The majority of Palestinian refugees remain undocumented and stateless in neighboring Arab states, often confined within refugee camps with no freedom of movement. They are treated as outsiders, as a burden on the local economy and as a “foreign body” vis-à-vis the local population, as is the case today with refugees throughout the world, serving as scapegoats for social ills. Furthermore, they are seen as a destabilizing force, with politically radicalized segments of Palestinian refugees historically engaging in armed conflicts with state authorities (e.g., “Black September” in Jordan), participating in Lebanon’s civil war, and supporting Iraq during the invasion of Kuwait, resulting in the displacement of 300,000 to 400,000 Palestinians from Kuwait after 1991 and stricter migration restrictions in other Gulf states. Palestinian proletarians have been consistently treated by Arab states as pawns rather than human beings in the diplomatic and military chessboard of the Middle East.

In Europe and, more broadly, in the “Western” world, anti-Palestinian racism has been reinforced in recent years as a version of broader racism against Muslims, which has been systematically promoted in recent years by both far-right theories of “great replacement” and the moral panic cultivated by governments—both social democratic and right-wing—towards the entry of Muslims into the West. Discontent over declining living standards is thus directed toward the most vulnerable segments of our class, diverting anger away from capitalist social relations. Israel is portrayed in these odious racist narratives as a bulwark of “Western civilization” against “Islamic barbarism”. This appears paradoxical given that the far-right rhetoric attributing “population replacement” plans to the “global elite” is structurally antisemitic. Conversely, solidarity with the Palestinians, which has also grown within the most progressive social groups, often lacks class content and is articulated on the basis of a reactionary mythology about the revolutionary character of Hamas and its allied organizations, which in reality represent nationalist and capitalist policies of oppression, often closely linked to a statist religious ideology. We have seen this position develop even further with the open support of states such as Iran and Russia, i.e., the support of one of the imperialist camps. As for Hamas, there is no doubt that it is the political and military personnel of a section of the Palestinian ruling class that exercised power in Gaza. As such, it participated in the exploitation of the Palestinian proletariat both as labour power —through the imposition of taxes and duties on trade carried out through the tunnels—and through the extraction of revenues from managing  the “humanitarian aid” for the needs of the population and the financial support from Iran and Qatar. Hamas and its affiliated organizations have a monopoly on violence and weapons, in contrast to any kind of class-based revolutionary violence. On the other hand, the vast majority of Gaza’s population remains a disposable surplus proletariat—cannon fodder.

Hamas and the trap of “anti-imperialist” campism

On this basis, the October 7 attack by Hamas and its collaborators in Israel was an act of war by what had until then been the de facto state authority in Gaza. It was not an act of resistance by a movement, nor did it have a proletarian or revolutionary character. It cannot serve as a model or compass for proletarian struggles. Its primary aim was to overturn the situation that was taking shape with the Abraham Accords and to alter the geopolitical balance in the Middle East. Secondarily, it served temporarily to address Hamas’ internal legitimacy crisis in Gaza—as demonstrated by the recent mass demonstrations against Hamas. Considering the outcome, i.e. the utterly heinous response of the Israeli state the attack did not serve – nor could it have served – the interests and needs of the Palestinian population, which was already living in conditions of apartheid and displacement by the Israeli state. It targeted military and non-military targets alike and attempted to terrorize the enemy population, like any state military action, albeit on a much smaller scale. However, counting corpses and comparing massacres is alien to any proletarian perspective. The overwhelming majority of those killed in capitalist war are our own dead.

Greece on the side of Israel: Economic Interests and Geopolitical Rivalries

As mentioned, the war in Gaza is part of a broader imperialist conflict. The Greek state is already dragging us deep into this conflict, increasing military spending, providing facilities, and actively participating in the battle plans of the “Western” bloc. On the one hand, there are immediate economic reasons why the Greek government supports Israel: the cooperation between Greek and Israeli capital from armaments (INTRACOM Defense) to real estate and from the Greece-Cyprus-Israel electricity interconnection project to many other sectoral collaborations. Even more important is the alliance between Greece and Israel against the growing geopolitical power of Turkey. In this context, an informal Greece-Cyprus-Israel front has been formed with joint military exercises, (aborted) plans to build a natural gas pipeline (EastMed) that would bypass Russian distribution networks, exchange of information, diplomatic coordination on the definition of Exclusive Economic Zones, etc. On the other hand, there is the broader context of competition between the “Western” and the so-called “Eurasian” imperialist blocs. This includes the plan to connect India, Middle East and Europe (IMEC), which will bypass sea routes such as the Suez Canal, the Strait of Bab el-Mandeb and potentially even the Strait of Hormuz, removing geopolitical power from the states that currently control them. This plan is supported by the US, the EU, Saudi Arabia, the UAE, and India. Even if this plan does not succeed, as is often the case with such plans, it is a method of exerting geopolitical influence on the parties involved.

From the crisis of “globalization” to state capitalism and war economy

Greece’s support for Israel is not solely related to the direct economic interests of Greek capital or the immediate geopolitical interests of the Greek state. Rather, it reflects broader shifts in both the global system of capitalist nation-states and the regimes of accumulation within economically advanced national social formations. The capitalist crisis since 2008 has also been a crisis of the “globalization” model, evidenced by the resurgence of protectionism, with tariffs imposed and increased on international trade. This new era of protectionism coincides with increased state intervention, signaling the emergence of a new form of “state capitalism,” characterized by war economies and significant investments from the so-called “sovereign wealth funds” that have expanded enormously in recent years. Major powers are developing planning systems aimed at enhancing their economic and military power, replacing market-regulated global economic linkages and inaugurating a new phase of capitalist reproduction.

This is also the basis for the intensification of imperialist rivalry and military conflicts to secure land, resources, and labor. This is also the reason for a cross-party consensus (except for the Greek Communist Party) on increasing military spending under the ReArm Europe program. The main blocs in the new escalation of the conflict over raw materials, markets, technological leadership, spheres of influence, and cultural hegemony are, on the one hand, the US as the existing hegemonic power and, on the other hand, China as an emerging imperialist power with ambitions for global hegemony. The US is supported by the major powers of the EU, Japan, the United Kingdom, and Australia, along with Israel and Saudi Arabia; opposing them, aligned with China, are Russia, Belarus, Iran, and North Korea. Other powerful countries of the “Global South” —India, Brazil, Indonesia, and South Africa—have not yet definitively aligned with either bloc. In this conflict, Greece aligns with the “Western” imperialist bloc and supports it. Furthermore, through its participation in this conflict, it seeks to improve its regional position and power, e.g. through the possible establishment of a larger EEZ, as evidenced by the presence of warships in the Libyan Sea. Of course, these formations are not monolithic and do not preclude cooperation between countries belonging to different blocs. After all, these are “enemy brothers”: competition does not preclude cooperation, which may be followed by armed conflict.

Against “campism”: an internationalist class response to capitalist war

If we do not resist now by every possible means this escalating war situation, we will soon find ourselves with our backs against the wall. From the perspective of proletarian interests, there are no “just” or “defensive” wars. Such distinctions are a mystification that conceals the conflict between national capitals and imperialist blocs for control over capital and commodity markets, spheres of influence, and cheap labor. Each side involved in a war portrays its own role as “defensive” and “just.” A victory for the weaker state makes it stronger, restarting the vicious cycle anew, as historical experience has demonstrated. The defeat of a stronger state power necessarily means strengthening the opposing nation-state and rallying the population around it. Any class-based resistance must be crushed to enforce social peace and national unity.

In the past, support for “weak” nationalisms and their respective states was disguised behind the strengthening of the so-called socialist camp. Today, with even this pretense absent, criticism of capitalism is abandoned in favor of cultural distinctions between West and East or North and South, as proclaimed by contemporary “anti-colonial” ideology and identity politics. This distinction is clearly irrational, mythical, and reactionary since capitalism is a universal and global system: “[it] has turned the whole planet into its field of operation” even though religious, ethnic, and national oppression obviously still exist and are not the “privilege” of specific states. The old spectacular pseudo-dichotomy of capitalism versus “socialism” has been replaced by a new one, devoid of any pretense of social emancipation, as exemplified by “anti-imperialist” support for Iran, Russia, or China, except for an invocation of a hollow “theory of stages”. Supporting an imperialist camp, or campism, is inherent to anti-imperialist ideology because it provides a top-down analysis focused on conflicts between states rather than a proletarian perspective rooted in the global conflict between capital and proletariat. Support for the forces of the “other side” and the national liberation movements associated with them cannot even bring about the overthrow of imperialism, which is inherent in capitalism. Objectively, the political position of supporting one imperialist camp paves the way for the broader militarization of society and capitalist war. Anti-imperialists even go so far as to support the nuclear programs of supposedly “weak states,” which can lead to the culmination of capitalist war and total destruction.

The only way out of the spiraling warfare is proletarian internationalist action with a clear anti-capitalist character. We refuse to be accomplices of any army or any state. We will not bolster any of the warring camps. The only solution in the face of war is the autonomous class organization of the struggle against capital and the state in our own country and practical support for those who refuse military service. It is also the support of deserters and conscientious objectors on the “other side” as well as practical solidarity with political and social collectives fighting against capitalist war in Russia, Ukraine, Israel, Palestine, Iran, and everywhere else. Instead of such a practice, which is the minimum necessary condition for not becoming cannon fodder for capital, we witness unacceptable calumny about “collaborationism” and “national treason” against anarchist and communist comrades and, more broadly, working class collectives (e.g. in Iran).

Precisely in this context, we must express our solidarity with the—admittedly few—conscientious objectors in Israel, as well as with those forces within Israel that are resisting the genocide being carried out in Gaza. The identification of the entire population with its state is false, as demonstrated by the fact that 100,000 reservists did not report for duty after the ceasefire was broken by the Israeli state. Incidents of Israeli nationalist hatred should be confronted when they occur. The logic of indiscriminate attacks on Israeli tourists is racist, as it attributes collective responsibility to the entire population, while undermining the already weak current of opposition to the war within Israel.

We are against capitalist war and any involvement of the Greek state in it, against the militarization of society and the increase in military spending that comes at the expense of the social wage. We are fighting for the creation of an internationalist proletarian movement that does not submit to national interests, the state and capital, expressing practical solidarity with the proletarian, political—communist and anarchist—collectives fighting in the war-torn countries. Our goal is to build ties and communication with internationalist proletarians. Only through the global unity of the proletariat may we overthrow this barbarism imposed by states and capital. We must not allow ourselves to be herded into a corner, but rather end capitalist war by fighting those who cause it. Our war is neither national nor religious. It is a social, anti-state class war.

Anti-War Internationalist Assembly

Από τη Γάζα στην Παγκόσμια Σύγκρουση: Ο Καπιταλιστικός Πόλεμος και η Διεθνιστική Αλληλεγγύη

Γάζα: Από τη γενοκτονική επίθεση στον μαζικό εκτοπισμό και την εθνοκάθαρση

Εδώ και πάνω από 20 μήνες το Ισραήλ έχει εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας. Ο πόλεμος που διεξάγει το Ισραήλ θέτει πρωταρχικά στο στόχαστρο τους αμάχους, έχοντας λάβει διαστάσεις γενοκτονίας και σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής των υποδομών, των κατοικιών, των νοσοκομείων, των σχολείων και της ζωής των ανθρώπων. Έχει οδηγήσει στον μαζικό εκτοπισμό του παλαιστινιακού πληθυσμού από τις εστίες του με απώτερο στόχο την εθνική εκκαθάριση της περιοχής, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο εποικισμός της στα πλαίσια των επεκτατικών βλέψεων για την εγκαθίδρυση του «Μεγάλου Ισραήλ». Ταυτόχρονα, οι πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή (Λίβανο, Συρία, Ιράν) αποτελούν την αιχμή του δόρατος του «δυτικού» ιμπεριαλιστικού μπλοκ για την αλλαγή των συσχετισμών και την επιβολή μιας νέας τάξης πραγμάτων στη Μέση Ανατολή, και είναι άμεσα συνδεδεμένες με την ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ των ιμπεριαλιστικών μπλοκ. Όπως φαίνεται, οι πολεμικές επιχειρήσεις έχουν αποδώσει καρπούς με την αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, την πτώση του Άσαντ και την υποβάθμιση της ισχύος της Ρωσίας στη Συρία και την πραγματοποίηση μεγάλων πληγμάτων στο Ιράν.

Η διεύρυνση του πολέμου στη Μέση Ανατολή:  Καπιταλιστική Κρίση και Ιμπεριαλιστικός Ανταγωνισμός

Η εν λόγω επέκταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή με την ενεργή στήριξη των ΗΠΑ και την άμεση εμπλοκή τους στην πολεμική σύγκρουση, σηματοδοτούν μια ποιοτική κλιμάκωση. Ο κίνδυνος ενός ευρύτερου περιφερειακού και, ενδεχομένως, παγκόσμιου πολέμου είναι σήμερα πιο πραγματικός από ποτέ, όπως αναδεικνύει η συνέχιση του πολέμου μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, η ενισχυόμενη ένταση στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, η σύγκρουση Πακιστάν-Ινδίας, ο ραγδαίος επανεξοπλισμός των ευρωπαϊκών χωρών και η προσπάθεια ενίσχυσης του μιλιταρισμού και της στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι η καπιταλιστική κρίση αυτή που οδηγεί στον οξυμένο διακρατικό ανταγωνισμό και τις εντεινόμενες πολεμικές συγκρούσεις. Ο πόλεμος αποτελεί «δημιουργική καταστροφή» και διέξοδο για την υπέρβαση της στασιμότητας και την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας, μεταξύ άλλων μέσω της βίαιης εκκαθάρισης ενός πλεονάζοντος προλεταριάτου.

Οι Παλαιστίνιοι της Γάζας ως πλεονάζον προλεταριάτο και οι πολλαπλές όψεις του αντιπαλαιστινιακού ρατσισμού

Αυτό είναι ακριβώς και το καθεστώς της συντριπτικής πλειοψηφίας του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας. Τη δεκαετία του 1980 σχεδόν 45% του πληθυσμού της εργαζόταν στο Ισραήλ σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Στερείτο πλήρως της προστασίας που είχε παραχωρηθεί στην ισραηλινή εργατική τάξη και είχε το καθεστώς του εφεδρικού στρατού φτηνής εργασιακής δύναμης. Μέσα στη δεκαετία του 1990 οι Παλαιστίνιοι εργάτες άρχισαν όλο και περισσότερο να αντικαθίστανται από μετανάστες από την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και τη Ρουμανία, που αποτελούν το πιο υποτιμημένο σήμερα κομμάτι της εργασιακής δύναμης στο Ισραήλ καθώς συχνά  αμείβονται χαμηλότερα και από τους παλαιστίνιους. Από το 2007 με τον πλήρη αποκλεισμό της Γάζας από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, και την εφαρμογή ενός καθεστώτος πολιορκίας, και μέχρι την 7η Οκτωβρίου του 2023 ο αριθμός των κατοίκων της Γάζας που εργάζονταν στο Ισραήλ περιορίστηκε σε μόλις 1% του πληθυσμού. Η ίδια η οικονομία της Γάζας υπέστη τεράστιο πλήγμα, εφόσον εισαγωγές και εξαγωγές μπορούσαν να γίνονται μόνο παράνομα μέσω των τούνελ στα σύνορα με την Αίγυπτο με αποτέλεσμα το ποσοστό ανεργίας να ανέρχεται σε περίπου 50% και σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Γάζας να εξαρτάται αποκλειστικά για την επιβίωσή του από τα προγράμματα «ανθρωπιστικής» βοήθειας. Είναι σαφές ότι πρόκειται για ένα απολύτως αναλώσιμο πλεονάζον προλεταριάτο τόσο ως προς την ισραηλινή οικονομία όσο και από τη σκοπιά της επιβολής της «εθνικής καθαρότητας» στην περιοχή. Σε αυτή τη βάση έχει αναπτυχθεί ένας ακραίος ρατσισμός εναντίον του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας εντός της ισραηλινής κοινωνίας που φτάνει στην απανθρωποποίηση. Οι Παλαιστίνιοι χαρακτηρίζονται «ανθρώπινα κτήνη» ενώ ακόμα και ο πρόεδρος του Ισραήλ που προέρχεται από το Εργατικό Κόμμα είπε ότι στη Γάζα «δεν υπάρχουν αθώοι». Αυτή η εθνικιστική κρατική ιδεολογία εξυπηρετεί επιπλέον τη νομιμοποίηση της σφαγής και του πολέμου στην ισραηλινή κοινωνία, χτίζει το αμυντικό αφήγημα που χρειάζεται το κράτος του Ισραήλ για να δικαιολογήσει μια πολεμική επίθεση στην Γάζα και εκφράζει τις εδαφικές βλέψεις του ισραηλινού επεκτατισμού.

Ωστόσο, αντιπαλαιστινιακός ρατσισμός υπάρχει και σε πολλές αραβικές χώρες. Δεδομένου ότι οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στη μεγάλη τους πλειοψηφία έμειναν χωρίς χαρτιά και παρέμειναν απάτριδες στα γειτονικά αραβικά κράτη, όντας συχνά αποκλεισμένοι εντός των προσφυγικών καταυλισμών και χωρίς να διαθέτουν καμία ελευθερία μετακίνησης, αντιμετωπίζονται εκεί ως παρείσακτοι, ως βάρος για την τοπική οικονομία και ως «ξένο σώμα» απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, όπως άλλωστε συμβαίνει σήμερα στους πρόσφυγες σε ολόκληρο τον κόσμο, λειτουργώντας ως αποδιοπομπαίος τράγος για τα κοινωνικά δεινά. Επιπλέον, θεωρούνται δύναμη αποσταθεροποίησης καθώς η μερίδα του παλαιστινιακού προσφυγικού πληθυσμού που οργανώθηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά ενεπλάκη σε ένοπλες συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης (κατά τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» στην Ιορδανία), συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου και στήριξε το Ιράκ κατά την εισβολή στο Κουβέιτ (με αποτέλεσμα τον καθολικό εκτοπισμό 300 έως 400 χιλιάδων Παλαιστινίων από το Κουβέιτ μετά το 1991 και την επιβολή αυστηρών περιορισμών στη μετανάστευση στα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου). Οι Παλαιστίνιοι προλετάριοι αντιμετωπίστηκαν εξαρχής και εν συνόλω ως πιόνια και όχι ως άνθρωποι στη διπλωματική και στρατιωτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής από τη μεριά των αραβικών κρατών.

Στην Ευρώπη και, ευρύτερα, τον «δυτικό» κόσμο έχει τα τελευταία χρόνια ενισχυθεί ο αντιπαλαιστινιακός ρατσισμός ως εκδοχή του ευρύτερου ρατσισμού εναντίον των μουσουλμάνων, που τα τελευταία χρόνια προωθούν συστηματικά τόσο οι ακροδεξιές θεωρίες περί «μεγάλης αντικατάστασης» όσο και ο ηθικός πανικός που καλλιεργείται συνολικά από τις κυβερνήσεις –σοσιαλδημοκρατικές και δεξιές– απέναντι στην είσοδο μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων. Έτσι, η δυσαρέσκεια για το επιδεινούμενο βιοτικό επίπεδο καναλιζάρεται προς τα πιο αδύναμα και περιθωριοποιημένα κομμάτια της τάξης μας προκειμένου η οργή να στραφεί μακριά από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Το Ισραήλ προβάλλεται σε αυτές τις άθλιες ρατσιστικές αφηγήσεις ως προμαχώνας του «δυτικού πολιτισμού» έναντι της «ισλαμικής βαρβαρότητας». Φαίνεται παράδοξο διότι η ακροδεξιά ρητορική που αποδίδει στην «ελίτ της παγκοσμιοποίησης» τα σχέδια περί της «αντικατάστασης του πληθυσμού» είναι ταυτοχρόνως δομικά αντισημιτική. Από την άλλη μεριά, η αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους που έχει επίσης ενισχυθεί εντός των πιο προοδευτικών κοινωνικών κομματιών, συχνά δεν έχει ένα ταξικό περιεχόμενο αλλά αρθρώνεται στη βάση μιας αντιδραστικής εν τέλει μυθολογίας περί του επαναστατικού χαρακτήρα της δράσης της Χαμάς και των συνεργαζόμενων με αυτήν οργανώσεων, που στην πραγματικότητα εκφράζουν εθνικιστικές και καπιταλιστικές πολιτικές καταπίεσης συχνά σε στενή  σύνδεση με μια κρατική θρησκευτική ιδεολογία. Είδαμε ότι αυτή η θέση εξελίχθηκε ακόμα παραπέρα με την ανοιχτή στήριξη κρατών όπως το Ιράν και η Ρωσία, δηλαδή τη στήριξη ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Όσον αφορά τη Χαμάς δεν τίθεται αμφιβολία ότι αποτελεί το πολιτικό προσωπικό μιας μερίδας της άρχουσας τάξης των Παλαιστινίων που ασκούσε εξουσία στη Γάζα. Ως τέτοια, συμμετείχε στην εκμετάλλευση των Παλαιστίνιων προλετάριων τόσο ως εργασιακής δύναμης –μέσω της επιβολής φόρων και δασμών στο εμπόριο που πραγματοποιείτο μέσω των τούνελ– όσο και μέσω της άντλησης προσόδων από τη διαχείριση της «ανθρωπιστικής βοήθειας» για τη σίτιση του πληθυσμού και της οικονομικής ενίσχυσης από το Ιράν και το Κατάρ. Η Χαμάς και οι συνεργαζόμενες οργανώσεις έχουν το μονοπώλιο της βίας και των όπλων σε αντίθεση με οποιοδήποτε είδος ταξικής επαναστατικής βίας. Αντιθέτως, ο πληθυσμός της Γάζας είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία στην κατάσταση του απολύτως αναλώσιμου πλεονάζοντος προλεταριάτου, δηλαδή κρέας για τα κανονιά.

Η Χαμάς και η παγίδα του «αντι-ιμπεριαλιστικού» στρατοπεδισμού

Σε αυτή τη βάση, η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς και τις συνεργαζόμενες με αυτήν οργανώσεις στο Ισραήλ ήταν μια πολεμική ενέργεια της μέχρι πρότινος ντε φάκτο κρατικής εξουσίας στη Γάζα. Δεν ήταν αντιστασιακή ενέργεια κάποιου κινήματος, ούτε είχε προλεταριακό ή επαναστατικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο και πυξίδα των προλεταριακών αγώνων. Στόχος της ήταν πρωτίστως να ανατρέψει το σκηνικό που διαμορφωνόταν από τις Συμφωνίες του Αβραάμ και να μεταβάλει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στη Μέση Ανατολή. Δευτερευόντως, εξυπηρέτησε προσωρινά την επίλυση εσωτερικών ζητημάτων νομιμοποίησης της εξουσίας της Χαμάς στη Γάζα – όπως έδειξαν οι πρόσφατες μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της. Εκ του αποτελέσματος, δηλαδή της συντριπτικά απάνθρωπης απάντησης του κράτους του Ισραήλ, η επίθεση δεν υπηρέτησε –ούτε και θα μπορούσε άλλωστε– τα συμφέροντα και τις ανάγκες του παλαιστινιακού πληθυσμού, που ήδη ζούσε σε συνθήκες απαρτχάιντ και εκτοπισμού από το ισραηλινό κράτος. Στόχευσε και αυτή εξίσου στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς στόχους, και επιχείρησε να τρομοκρατήσει τον αντίπαλο πληθυσμό, όπως κάθε κρατική στρατιωτική ενέργεια, παρότι σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Ωστόσο, η λογιστική των πτωμάτων και η σύγκριση των σφαγών είναι ξένη προς κάθε προλεταριακή σκοπιά. Η συντριπτική πλειοψηφία των νεκρών του καπιταλιστικού πολέμου είναι δικοί μας νεκροί.

Η Ελλάδα στο Πλευρό του Ισραήλ: Οικονομικά συμφέροντα  και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί

Όπως αναφέραμε, ο πόλεμος στη Γάζα είναι πλευρά της ευρύτερης ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης. Το ελληνικό κράτος μάς σέρνει ήδη βαθιά σε αυτή τη σύγκρουση, αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες, παρέχοντας διευκολύνσεις και συμμετέχοντας ενεργά στους πολεμικούς σχεδιασμούς του «δυτικού» μπλοκ. Από τη μια μεριά, υπάρχουν άμεσοι οικονομικοί λόγοι που η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει το Ισραήλ: η συνεργασία ελληνικών και ισραηλινών κεφαλαίων από τους εξοπλισμούς (INTRACOM Defense) μέχρι το real estate και από το σχέδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ μέχρι πολλές άλλες κλαδικές συνεργασίες. Ακόμα πιο σημαντικό ρόλο παίζει η συμμαχία μεταξύ Ελλάδας και Ισραήλ απέναντι στην αυξανόμενη γεωπολιτική ισχύ της Τουρκίας. Σε αυτό το πλαίσιο έχει σχηματιστεί ένα άτυπο μέτωπο Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ με κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, (ματαιωμένα) σχέδια για τη δημιουργία αγωγού φυσικού αερίου (EastMed) που θα παρέκαμπτε τα ρωσικά δίκτυα διανομής, ανταλλαγή πληροφοριών, διπλωματικό συντονισμό ως προς τον προσδιορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών κ.ο.κ. Από την άλλη μεριά, υπάρχει το πλαίσιο του ευρύτερου ανταγωνισμού μεταξύ του «δυτικού» και του λεγόμενου «ευρασιατικού» ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Σε αυτό εντάσσεται το σχέδιο διασύνδεσης Ινδίας, Μέσης Ανατολής και Ευρώπης (IMEC) που θα παρακάμπτει θαλάσσιες οδούς όπως η διώρυγα του Σουέζ, τα στενά του Μπαμπ-ελ-Μαντέμπ και δυνητικά ακόμα και τα στενά του Ορμούζ, αφαιρώντας γεωπολιτική ισχύ από τα κράτη που τώρα τις ελέγχουν. Πρόκειται για ένα σχέδιο που υποστηρίζεται από ΗΠΑ, ΕΕ, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ και Ινδία. Ακόμα κι αν αυτό το σχέδιο δεν ευδοκιμήσει, όπως άλλωστε συχνά συμβαίνει με τέτοια σχέδια, πρόκειται για μια μέθοδο άσκησης γεωπολιτικής επιρροής στα εμπλεκόμενα μέρη.

Από την κρίση της «παγκοσμιοποίησης» στον κρατικό καπιταλισμό της πολεμικής οικονομίας

Η στήριξη της Ελλάδας στο Ισραήλ δεν σχετίζεται, συνεπώς, μόνο με άμεσα οικονομικά συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου ή τα άμεσα γεωπολιτικά συμφέροντα του ελληνικού κράτους αλλά με το γεγονός ότι υπάρχει μια αλλαγή τόσο στο επίπεδο του παγκόσμιου συστήματος των καπιταλιστικών εθνών-κρατών όσο και στο επίπεδο του μοντέλου συσσώρευσης στους αναπτυγμένους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Η καπιταλιστική κρίση από το 2008 και μετά ήταν και κρίση του μοντέλου της «παγκοσμιοποίησης», όπως γίνεται σαφές από την επαναφορά του προστατευτισμού, με την επιβολή και την αύξηση δασμών στο εξωτερικό εμπόριο. Η νέα εποχή προστατευτισμού είναι ταυτόχρονα και μια νέα εποχή κρατικής παρέμβασης. Διαφαίνεται η ανάδυση μιας νέας εκδοχής «κρατικού καπιταλισμού» που παίρνει τη μορφή της πολεμικής οικονομίας και των τοποθετήσεων των κρατικών επενδυτικών ταμείων που έχουν γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια. Σε όλες τις μεγάλες δυνάμεις συγκροτούνται συστήματα σχεδιασμού με σκοπό τη μεγέθυνση της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος τους. Αυτά τα συστήματα σχεδιασμού επιδιώκουν να αντικαταστήσουν τις διασυνδέσεις που λειτουργούσαν σε επίπεδο παγκόσμιας οικονομίας και ρυθμίζονταν από την αγορά, ανοίγοντας έτσι μια νέα περίοδο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Αυτή είναι και η βάση για την όξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και των πολεμικών συγκρούσεων για την εξασφάλιση γης, πόρων και εργασιακής δύναμης. Σε αυτό οφείλεται και η διακομματική συναίνεση (πλην ΚΚΕ) για την αύξηση των πολεμικών δαπανών στα πλαίσια του προγράμματος ReArm Europe. Τα βασικά μπλοκ στη νέα όξυνση της σύγκρουσης για πρώτες ύλες, αγορές, τεχνολογικό προβάδισμα, ζώνες επιρροής και πολιτισμική ηγεμονία είναι, αφενός, οι ΗΠΑ ως υφιστάμενη ηγεμονική δύναμη και, αφετέρου, η Κίνα ως ανερχόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη με βλέψεις προς την παγκόσμια ηγεμονία. Στο πλευρό των ΗΠΑ συντάσσονται οι μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ, της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας, μαζί με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία· απέναντί τους, στο κινεζικό στρατόπεδο, συντάσσονται η Ρωσία, η Λευκορωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα. Άλλες ισχυρές χώρες του Παγκόσμιου Νότου –Ινδία, Βραζιλία, Ινδονησία και Νότια Αφρική— δεν έχουν ακόμη ευθυγραμμιστεί οριστικά με κάποιο από τα δύο μπλοκ. Σε αυτή τη σύγκρουση η Ελλάδα συντάσσεται με το «δυτικό» ιμπεριαλιστικό μπλοκ και το υπηρετεί. Επιπλέον, μέσα από τη συμμετοχή της σε αυτή τη σύγκρουση επιδιώκει να βελτιώσει την περιφερειακή θέση και ισχύ της, π.χ. μέσω ενός πιθανού προσδιορισμού μιας μεγαλύτερης ΑΟΖ, όπως αναδεικνύεται και από την παρουσία πολεμικών πλοίων στο Λιβυκό πέλαγος. Βέβαια, αυτοί οι σχηματισμοί δεν είναι μονολιθικοί και δεν αποκλείουν τη συνεργασία μεταξύ χωρών διαφορετικών μπλοκ. Εξάλλου, πρόκειται για «εχθρούς-αδελφούς»: ο ανταγωνισμός δεν αποκλείει τη συνεργασία, την οποία μπορεί να διαδεχθεί η εμπόλεμη διαμάχη.

Ενάντια στον «στρατοπεδισμό»: διεθνιστική ταξική απάντηση στον καπιταλιστικό πόλεμο

Αν δεν αντισταθούμε τώρα με κάθε μέσο σε αυτή την εντεινόμενη κατάσταση πολέμου, θα βρεθούμε σύντομα με την πλάτη στον τοίχο. Από τη σκοπιά των προλεταριακών συμφερόντων, δεν υπάρχουν «δίκαιοι» ή «αμυντικοί» πόλεμοι. Αυτή η διάκριση αποτελεί μυστικοποίηση που συγκαλύπτει τη σύγκρουση ανάμεσα σε εθνικά κεφάλαια και ιμπεριαλιστικά μπλοκ για τον έλεγχο αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων, σφαιρών επιρροής και φθηνής εργασιακής δύναμης. Κάθε πλευρά που συμμετέχει σε έναν πόλεμο παρουσιάζει τον δικό της ρόλο ως «αμυντικό» και «δίκαιο». Η νίκη του αδύναμου κράτους το καθιστά ισχυρότερο και έτσι ο φαύλος κύκλος ξεκινάει από την αρχή όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία. Η ήττα της ισχυρότερης κρατικής δύναμης απαιτεί και συνεπάγεται την ισχυροποίηση του αντίπαλου έθνους-κράτους και την εθνική συσπείρωση του πληθυσμού γύρω του. Κάθε ταξική αντίσταση πρέπει να συντριβεί για την επιβολή της κοινωνικής ειρήνης και της εθνικής ενότητας.

Στο παρελθόν η στήριξη στους «αδύναμους» εθνικισμούς και τα αντίστοιχα κράτη κρυβόταν πίσω από την ενίσχυση του υποτιθέμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Σήμερα που δεν υπάρχει καν αυτό το πρόσχημα, η κριτική του καπιταλισμού εγκαταλείπεται υπέρ της πολιτισμικής διάκρισης μεταξύ Δύσης-Ανατολής ή Βορρά-Νότου, που διακηρύσσει η σύγχρονη «αντιαποικιακή» ιδεολογία και πολιτική ταυτοτήτων. Πρόκειται για μια διάκριση ξεκάθαρα ανορθολογικού, μυθολογικού και αντιδραστικού χαρακτήρα, καθώς ο καπιταλισμός είναι καθολικό και παγκόσμιο σύστημα: έχει «μετατρέψει τον πλανήτη σε χωράφι του» – παρότι θρησκευτικές, εθνοτικές και εθνικές καταπιέσεις συνεχίζουν προφανώς να υφίστανται, και δεν αποτελούν «προνόμιο» συγκεκριμένων κρατών. Το παλιό θεαματικό ψευδοδίπολο καπιταλισμού-«σοσιαλισμού» έχει αντικατασταθεί από ένα καινούριο, το οποίο δεν διαθέτει καν οποιαδήποτε επίφαση κοινωνικής χειραφέτησης, όπως δείχνει η στήριξη του Ιράν, της Ρωσίας ή της Κίνας από τους «αντι-ιμπεριαλιστές», παρά μόνο ως επίκληση σε μια κενή περιεχομένου θεωρία σταδίων. Η υποστήριξη ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, ο στρατοπεδισμός, είναι εγγενής στην αντι-ιμπεριαλιστική ιδεολογία γιατί είναι μια ανάλυση από τα πάνω που κοιτάει συγκρούσεις κρατών και δεν αφορμάται από μια προλεταριακή σκοπιά, δηλαδή από τη σκοπιά της παγκόσμιας σύγκρουσης κεφαλαίου και προλεταριάτου. Η στήριξη των δυνάμεων της «άλλης πλευράς» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που συνδέονται με αυτές δεν μπορεί καν να επιφέρει την ανατροπή του ιμπεριαλισμού, που είναι σύμφυτος με τον καπιταλισμό. Αντικειμενικά, η πολιτική θέση της υποστήριξης ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου στρώνει το έδαφος για την ευρύτερη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και τον καπιταλιστικό πόλεμο. Οι αντι-ιμπεριαλιστές φτάνουν μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζουν τα πυρηνικά προγράμματα των υποτιθέμενα «αδύναμων κρατών», πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στο αποκορύφωμα του καπιταλιστικού πολέμου και την ολική καταστροφή.

Η μόνη διέξοδος απέναντι στην πολεμική κλιμάκωση είναι η προλεταριακή διεθνιστική δράση με σαφή αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Αρνούμαστε να γίνουμε αρωγοί οποιουδήποτε στρατού και οποιουδήποτε κράτους. Δεν πρόκειται να ενισχύσουμε κανένα από τα εμπόλεμα στρατόπεδα. Η μόνη λύση απέναντι στον πόλεμο είναι η αυτόνομη ταξική οργάνωση του αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος στην ίδια μας τη χώρα και η έμπρακτη στήριξη σε όσους αρνούνται τη στρατιωτική θητεία. Είναι επίσης η στήριξη των λιποτακτών και των αρνητών στράτευσης στην «άλλη πλευρά» καθώς και η έμπρακτη αλληλεγγύη προς τις πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες που αγωνίζονται ενάντια στον καπιταλιστικό πόλεμο στη Ρωσία, την Ουκρανία, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, το Ιράν και παντού. Αντί για μια τέτοια πρακτική που είναι η ελάχιστη αναγκαία προϋπόθεση για να μη γίνουμε κρέας για τα κανόνια του κεφαλαίου βλέπουμε να αναπαράγονται στους ριζοσπαστικούς χώρους απαράδεκτες συκοφαντίες περί «δωσιλογισμού» και «εθνικής προδοσίας» εναντίον συντρόφων αναρχικών και κομμουνιστών και, ευρύτερα, ταξικών συλλογικοτήτων.

Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας στους –πράγματι λίγους– αρνητές στράτευσης στο Ισραήλ καθώς και σε όσες δυνάμεις στο εσωτερικό του αντιστέκονται στην γενοκτονία που επιτελεί στη Γάζα. Ακόμα και σε ένα κράτος όπως το Ισραήλ, όπου η μιλιταριστική ιδεολογία προωθείται τόσο έντονα και πολυεπίπεδα, πάντα θα υπάρχουν φωνές εναντίωσης προς αυτήν. Φωνές που θα διαρρηγνύουν τον στρατιωτικό δογματισμό που προάγεται μέσα από την υποχρεωτική, καθολική στράτευση, καθώς και από τον μονόλογο του θεάματος που κανονικοποιεί τη φιγούρα του «ηρωικού στρατιώτη» μέσα από την ισραηλινή μαζική κουλτούρα. Η ταύτιση ολόκληρου του πληθυσμού με το κράτος του είναι ψευδής και σε αυτή την περίπτωση, όπως δείχνει το γεγονός ότι 100.000 έφεδροι δεν παρουσιάστηκαν μετά το σπάσιμο της εκεχειρίας. Τα περιστατικά ισραηλινού εθνικιστικού μίσους θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όταν εκδηλώνονται. Η λογική των συλλήβδην επιθέσεων στους Ισραηλινούς τουρίστες είναι ρατσιστική καθώς αποδίδει συλλογική ευθύνη σε ολόκληρο τον πληθυσμό, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το ούτως ή άλλως αδύναμο ρεύμα της εναντίωσης στον πόλεμο εντός του Ισραήλ.

Είμαστε ενάντια στον καπιταλιστικό πόλεμο και σε κάθε εμπλοκή του ελληνικού κράτους σε αυτόν, ενάντια στη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και στην αύξηση των πολεμικών δαπανών που έρχονται με τίμημα τη μείωση του κοινωνικού μισθού. Αγωνιζόμαστε για τη δημιουργία ενός διεθνιστικού προλεταριακού κινήματος που δεν υποτάσσεται στα εθνικά συμφέροντα, το κράτος και το κεφάλαιο, εκφράζοντας έμπρακτη αλληλεγγύη στις προλεταριακές, πολιτικές –κομμουνιστικές και αναρχικές– συλλογικότητες που αγωνίζονται στις εμπόλεμες χώρες. Στόχος μας είναι να χτίσουμε δεσμούς και επικοινωνία με τους διεθνιστές προλετάριους. Μόνο μέσα από τη διεθνιστική ενότητα των προλετάριων μπορούμε να ανατρέψουμε τη βαρβαρότητα που επιβάλλουν κράτη και κεφάλαιο. Να μην αφήσουμε να μας στριμώξουν στον τοίχο, αλλά να σταματήσουμε τον καπιταλιστικό πόλεμο, πολεμώντας αυτούς που τον προκαλούν. Ο δικός μας πόλεμος δεν είναι ούτε εθνικός, ούτε θρησκευτικός· είναι κοινωνικός-ταξικός και αντικρατικός.

 

Αντιπολεμική Διεθνιστική Συνέλευση